ΘΕΜΑ: Πειθαρχική Διαδικασία
Θέτουμε υπόψη σας ότι με το ν. 3731/2008 άρθρο 30 παρ. 4 τροποποιήθηκε η παρ. 6 του άρθρου 141 του Υπαλληλικού κώδικα (ν. 3528/2007)και ορίζεται ότι η προθεσμία για την άσκηση ένστασης και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης με εξαίρεση τις πειθαρχικές ποινές της
προσωρινής και οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού.
Εξάλλου, επειδή κατά τη διάρκεια της εξέτασης των πειθαρχικών υποθέσεων στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο σε αρκετές περιπτώσεις το Συμβούλιο αναγκάζεται, για τυπικές παραλείψεις των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων να αναπέμπει τις υποθέσεις, με συνέπεια την παραγραφή των πειθαρχικών παραπτωμάτων με αποτέλεσμα να μένουν ατιμώρητοι οι παραβάτες υπάλληλοι, θα θέλαμε να σας θέσουμε υπόψη τα ακόλουθα:
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ειδικό κεφάλαιο του Πειθαρχικού Δικαίου του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007) αρμόδιος πειθαρχικώς προϊστάμενος είναι εκείνος στον οποίο υπάγεται ο υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του παραπτώματος.
Προκειμένου να διαπιστωθεί η τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος, των προσώπων που τυχόν ευθύνονται και η διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεστεί, διατάσσεται προανάκριση ή ένορκη διοικητική εξέταση. Η ΕΔΕ δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης. Διατάσσεται από οποιονδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενο και διενεργείται από μόνιμο υπάλληλο με βαθμό τουλάχιστον Α΄ και σε καμία περίπτωση κατώτερου βαθμού εκείνου στον οποίο αποδίδεται η πράξη. Σημειώνεται ότι παρά το γεγονός ότι ο προϊστάμενος διεύθυνσης δεν είναι βαθμός, σύμφωνα με το ισχύον βαθμολογικό σύστημα, ωστόσο όταν ο διωκόμενος πειθαρχικά υπάλληλος είναι προϊστάμενος διεύθυνσης θα πρέπει, για λόγους ιεραρχικής τάξης, και η οποιαδήποτε εντολή για διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας ή ένορκης διοικητικής εξέτασης να ανατίθεται επίσης σε προϊστάμενο διεύθυνσης.
Προκειμένου να διαπιστωθεί η τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος, των προσώπων που τυχόν ευθύνονται και η διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεστεί, διατάσσεται προανάκριση ή ένορκη διοικητική εξέταση. Η ΕΔΕ δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης. Διατάσσεται από οποιονδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενο και διενεργείται από μόνιμο υπάλληλο με βαθμό τουλάχιστον Α΄ και σε καμία περίπτωση κατώτερου βαθμού εκείνου στον οποίο αποδίδεται η πράξη. Σημειώνεται ότι παρά το γεγονός ότι ο προϊστάμενος διεύθυνσης δεν είναι βαθμός, σύμφωνα με το ισχύον βαθμολογικό σύστημα, ωστόσο όταν ο διωκόμενος πειθαρχικά υπάλληλος είναι προϊστάμενος διεύθυνσης θα πρέπει, για λόγους ιεραρχικής τάξης, και η οποιαδήποτε εντολή για διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας ή ένορκης διοικητικής εξέτασης να ανατίθεται επίσης σε προϊστάμενο διεύθυνσης.
Κατά τη διενέργεια της ΕΔΕ ο διωκόμενος υπάλληλος καλείται υποχρεωτικά σε εξέταση, εξετάζεται ανωμοτί και μπορεί να παρίσταται με δικηγόρο. Δικαιούται να ζητήσει εγγράφως την εξέταση μαρτύρων, ο δε υπάλληλος που διενεργεί την εξέταση υποχρεούται να εξετάσει τουλάχιστον πέντε από τους προτεινόμενους μάρτυρες, ενόρκως. Η ΕΔΕ είναι μυστική, επιτρέπεται αυτοψία και πραγματογνωμοσύνη και δεν επιτρέπεται κοινοποίηση του περιεχομένου της σε κανένα πριν από την ολοκλήρωσή της. Η ΕΔΕ ολοκληρώνεται με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης, του υπαλλήλου που την διενεργεί, στον πειθαρχικώς προϊστάμενο που τη διέταξε. Εφόσον διαπιστώνεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο, ο πειθαρχικώς προϊστάμενος υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική δίωξη.
Η έναρξη της πειθαρχικής δίωξης γίνεται είτε με την κλήση σε απολογία του πειθαρχικώς διωκόμενου υπαλλήλου είτε με την παραπομπή του στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο.
Κλήση σε απολογία
Η κλήση σε απολογία, αποτελεί ουσιώδη τύπο της πειθαρχικής διαδικασίας. Η εξέταση του διωκομένου κατά το στάδιο της ΕΔΕ ή της πειθαρχικής ανάκρισης δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία. Η παράλειψη της κλήσης σε απολογία μπορεί να καλυφθεί μόνο αν ο διωκόμενος, μόνος του, υποβάλει έγγραφη απολογία. Η κλήση σε απολογία πρέπει να ορίζει με σαφήνεια το πειθαρχικό παράπτωμα και να τάσσεται εύλογη προθεσμία για την υποβολή της, που δεν μπορεί να είναι βραχύτερη από δύοημέρες, όταν ο υπάλληλος καλείται σε απολογία από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο και από τρεις ημέρες, όταν αυτός καλείται από συμβούλιο. Μετά από αιτιολογημένη αίτηση του υπαλλήλου μπορεί να παραταθεί η προθεσμία μια μόνο φορά και έως το τριπλάσιο της αρχικής προθεσμίας.
Επισημαίνεται ότι θα πρέπει να επιδεικνύεται η δέουσα προσοχή ώστε η κλήση σε απολογία και γενικότερα κάθε πρόσκληση ή ειδοποίηση του διωκομένου να επιδίδεται με δημόσιο όργανο στον ίδιο προσωπικά ή στην κατοικία του, σε πρόσωπο με το οποίο συνοικεί και όχι σε πρόσωπο, έστω και συγγενικό, το οποίο τυχαία βρέθηκε στην κατοικία του διωκομένου. Εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση ή αν ο υπάλληλος είναι άγνωστης διαμονής, το έγγραφο της κλήσης σε απολογία τοιχοκολλάται στο κατάστημα της υπηρεσίας του υπαλλήλου ,συντάσσεται πρωτόκολλο που υπογράφεται από ένα μάρτυρα και για την επίδοση αυτή συντάσσεται σχετικό αποδεικτικό. Σε περίπτωση άρνησης παραλαβής, αυτός που διενεργεί την επίδοση συντάσσει πράξη στην οποία βεβαιώνεται η άρνηση.
Η απολογία
Η απολογία, υποβάλλεται εγγράφως. Προφορική απολογία επιτρέπεται μόνο συμπληρωματικά και μόνον ενώπιον συλλογικών πειθαρχικών οργάνων. Ο υπάλληλος πριν από την απολογία του έχει δικαίωμα να λάβει γνώση του φακέλου της πειθαρχικής υπόθεσης.(πόρισμα ανάκρισης, καταθέσεις κλπ).
Αν δεν υποβληθεί απολογία, η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται, εφόσον βέβαια αποδεικνύεται από σχετική πράξη ότι ο διωκόμενος έλαβε έγκαιρα γνώση του εγγράφου της κλήσης σε απολογία.
Αν η απολογία υποβληθεί εκπρόθεσμα, λαμβάνεται υποχρεωτικώς υπόψη εφόσον δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την υποβολή της, πειθαρχική απόφαση.
Διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου
Μετά την υποβολή της απολογίας ή την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής της, ο πρόεδρος του υπηρεσιακού συμβουλίου καθορίζει την ημέρα εκδίκασης της υπόθεσης η οποία πρέπει να ανακοινωθεί εγγράφως στο διωκόμενο τέσσερις (4) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο.
Ο διωκόμενος υπάλληλος μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως ή να παρασταθεί δια ή μετά δικηγόρου. Η μη προσέλευση του διωκομένου δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας.
Επισημαίνεται ότι η Πειθαρχική Ανάκριση διεξάγεται υποχρεωτικά κατά τη διαδικασία ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου. Κατ’ εξαίρεση δεν είναι υποχρεωτική η ανάκριση στις ακόλουθες περιπτώσεις (άρθρο 127, παρ. 1 του Υ.Κ.):
α) όταν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο αναμφισβήτητο,
β) όταν ο υπάλληλος ομολογεί με την απολογία του κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι διέπραξε το πειθαρχικό παράπτωμα, γ) όταν ο υπάλληλος συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω,
δ) όταν έχει προηγηθεί ανάκριση ή προανάκριση κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για ποινικό αδίκημα που αποτελεί και πειθαρχικό παράπτωμα και
ε) όταν έχει διενεργηθεί, πριν την έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου ή της ένστασης, ΕΔΕ ή άλλη ένορκη εξέταση κατά την οποία διαπιστώθηκε διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο υπάλληλο. Το ίδιο ισχύει όταν η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτει από έκθεση δικαστικού οργάνου ή άλλου ελεγκτικού οργάνου της διοίκησης.
Η πειθαρχική ανάκριση διεξάγεται από υπάλληλο που μπορεί να είναι και μέλος του Υ.Σ., τουλάχιστον ομοιόβαθμό με τον διωκόμενο.
Ανάκριση δεν μπορούν να ενεργήσουν:
- εκείνοι κατά των οποίων στρέφεται το παράπτωμα,
- οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι που έχουν εκδώσει την πειθαρχική απόφαση που κρίνεται κατ’ ένσταση
- τα πρόσωπα που έχουν ενεργήσει ένορκη διοικητική εξέταση και
- τα πρόσωπα που έχουν ασκήσει την πειθαρχική δίωξη.
Υπενθυμίζεται ότι τα Υπηρεσιακά Συμβούλια βρίσκονται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τουλάχιστον 3 μέλη, στα οποία συμπεριλαμβάνεται οπωσδήποτε ο πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του.
Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου
Σημειώνεται ότι αν σχηματιστούν περισσότερες από δύο γνώμες όσοι ακολουθούν την ασθενέστερη οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις επικρατέστερες.
Επίσης τα μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων υποχρεούται να μετέχουν στη ψηφοφορία τόσο επί της ενοχής όσο και επί της επιβολής πειθαρχικής ποινής.
Διευκρινίζεται ότι ακόμη και στην περίπτωση που μέλος έχει ψηφίσει υπέρ της αθώωσης του διωκομένου, αν η πλειοψηφία του αποδώσει ενοχή, υποχρεούται να ψηφίσει και επί της επιβολής ποινής ,προτείνοντας έστω τη μικρότερη των ποινών.
Διευκρινίζεται ότι ακόμη και στην περίπτωση που μέλος έχει ψηφίσει υπέρ της αθώωσης του διωκομένου, αν η πλειοψηφία του αποδώσει ενοχή, υποχρεούται να ψηφίσει και επί της επιβολής ποινής ,προτείνοντας έστω τη μικρότερη των ποινών.
Οι πράξεις των Υπηρεσιακών Συμβουλίων διατυπώνονται σε πρακτικά που υπογράφονται από τον πρόεδρο και το γραμματέα και μέχρι την υπογραφή των πρακτικών μπορεί να χορηγείται βεβαίωση, στην οικεία υπηρεσία ή στον υπάλληλο κατόπιν αιτήσεως τους , για τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί, η οποία υπογράφεται από τον πρόεδρο. Επίσης επισημαίνεται ότι στα πρακτικά καταχωρούνται υποχρεωτικά οι γνώμες των τυχόν μειοψηφούντων.
Πειθαρχική απόφαση
Η πειθαρχική απόφαση διατυπώνεται εγγράφως. Είναι απαραίτητο να διαλαμβάνει τα στοιχεία, που αναφέρονται στο άρθρο 140 παρ.2 του Υ.Κ. Θα πρέπει δηλ. να μνημονεύονται :
α) τόπος και χρόνος έκδοσής της
β) το ονοματεπώνυμο ,η ιδιότητα και ο βαθμός του Πειθαρχικώς Προϊσταμένου ή των μελών του Υ.Σ.
γ) το ονοματεπώνυμο και ο βαθμός του κρινομένου δ) τα στοιχεία που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος
ε) η υποβολή ή όχι απολογίας
στ) η αιτιολογία της απόφασης
ζ) η γνώμη των μειοψηφησάντων μελών του Υ.Σ.
η) η επιβαλλόμενη ποινή ή η απαλλαγή του κρινομένου.
β) το ονοματεπώνυμο ,η ιδιότητα και ο βαθμός του Πειθαρχικώς Προϊσταμένου ή των μελών του Υ.Σ.
γ) το ονοματεπώνυμο και ο βαθμός του κρινομένου δ) τα στοιχεία που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος
ε) η υποβολή ή όχι απολογίας
στ) η αιτιολογία της απόφασης
ζ) η γνώμη των μειοψηφησάντων μελών του Υ.Σ.
η) η επιβαλλόμενη ποινή ή η απαλλαγή του κρινομένου.
Η πειθαρχική απόφαση υπογράφεται από τον πειθαρχικώς προϊστάμενο που την εκδίδει. Αν εκδίδεται από υπηρεσιακό συμβούλιο, υπογράφεται από τον πρόεδρο και τον Γραμματέα αυτού. Κοινοποιείται στον διωκόμενο υπάλληλο με σχετικό αποδεικτικό παραλαβής και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 138 του ΥΚ, καθώςκαι στα όργανα που δικαιούνται ν’ ασκήσουν ένσταση. Στον υπάλληλο γνωστοποιούνται επίσης τα ένδικα μέσα που δικαιούται να ασκήσει και ο χρόνος άσκησής τους. Τυχόν παράλειψή τους είναι δυνατόν ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις να οδηγήσει σε ακυρότητα της απόφασης.
Η τελεσίδικη απόφαση εκτελείται υποχρεωτικώς από την οικεία υπηρεσία. Παράλειψη εκτέλεσης της ποινής αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.
Η πειθαρχική απόφαση η οποία επιβάλλει πρόστιμο, εκτελείται από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που εντέλλεται την πληρωμή των αποδοχών του υπαλλήλου και υπολογίζεται στις αποδοχές που λαμβάνει ο υπάλληλος κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης.
- Όταν αυτό ορίζεται έως το ένα πέμπτο των αποδοχών παρακρατείται εφάπαξ από τις αποδοχές του πρώτου μήνα μετά την τελεσιδικία της απόφασης.
- Όταν είναι μεγαλύτερο παρακρατείται τμηματικώς κατά μήνα.
Η μηνιαία παρακράτηση καθορίζεται με την πειθαρχική απόφαση και δεν επιτρέπεται να είναι ανώτερη από το ένα πέμπτο των αποδοχών του υπαλλήλου. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση του υπαλλήλου το πρόστιμο εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα για την είσπραξη δημοσίων εσόδων. Για την καταβολή του προστίμου βαρύνεται αποκλειστικά ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και όχι οι κληρονόμοι του.
Η πειθαρχική ποινή με την οποία επιβάλλεται η ποινή της προσωρινής παύσης, εκτελείται τόσο από τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης προσωπικού όσο και από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που εντέλλεται την πληρωμή των αποδοχών του υπαλλήλου. Η ποινή αυτή συνεπάγεται την πλήρη στέρηση των αποδοχών του υπαλλήλου ο οποίος απέχει από την άσκηση τόσο των κύριων όσο και παρεπόμενων καθηκόντων του, ο δε χρόνος της προσωρινής παύσης δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
Όποιος τιμωρείται με υποβιβασμό δεν κρίνεται για προαγωγή, πριν παρέλθει από την επιβολή της ποινής, χρονικό διάστημα ίσο με το μισό του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή.
Οι ποινές που επιβάλλονται στον υπάλληλο, αναγράφονται περιοριστικά στο άρθρο 109 του Υ.Κ. και σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται διαφοροποίησή τους που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωσή τους, π.χ. δεν μπορεί να επιβληθεί πειθαρχική ποινή προστίμου ίσου με τις αποδοχές τεσσάρων (4) μηνών ή προσωρινή παύση δύο (2) μηνών ή μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών.
Τέλος θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αργία, αυτοδίκαιη ή δυνητική, δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή αλλά πρόκειται για διοικητικό μέτρο.
Οι Δ/νσεις Διοικητικού – Προσωπικού παρακαλούνται να κοινοποιήσουν την παρούσα εγκύκλιο στα οικεία υπηρεσιακά τους συμβούλια καθώς και στους εποπτευόμενους φορείς τους.
Ο Υφυπουργός
Χρήστος Ζώης
Σχετικό αρχείο: Όργανα και διαδικασίες πειθαρχικής δίωξης εκπαιδευτικού προσωπικού (Πδ47/2006, ΦΕΚ48/2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου