Η ομώνυμη κλωστοϋφαντουργία του Ελευθέριου Κούρταλη είναι αυτή που «ντύνει» τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας μας εδώ και αρκετές δεκαετίες, ενώ εσχάτως εξυπηρετεί ανάγκες ιματισμού και του ΝΑΤΟ. Ο ίδιος είναι ένας επιχειρηματίας με όραμα που δεν ξεχνά το παρελθόν και τις ρίζες του, κάτι που υπογραμμίζεται και από το βραβείο «Επιχείρηση και Παράδοση» που απέσπασε το 2011 από το ΕΒΕΑ.
Το τιμολόγιο με το διακριτικό τίτλο «Υφαντήριο καραβόπανων ΜΑΛΤΑ», που μας δείχνει ο Ελευθέριος Κούρταλης έχει εκδοθεί το 1903. Η επιχείρηση της οικογένειας εγγράφηκε στο Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά με αριθμό μητρώου 273 και έδρα την οδό Καστοριάς 6 και Αιτωλικού στον Πειραιά.
«Το 1918 ο παππούς μου συμμετείχε ως ιδρυτικό μέλος στη δημιουργία του Συνδέσμου Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών Αθηνών - Πειραιώς - Σύρου - Λιβαδειάς και Στυλίδος. Εξέλιξη αυτού είναι ο σημερινός Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών, στον οποίο είμαι πρόεδρος», εξηγεί ο ίδιος, ο οποίος παράλληλα είναι και αντιπρόεδρος του δ.σ. του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών.
Ο δραστήριος αυτός επιχειρηματίας εδώ και σαράντα χρόνια ντύνει τις Ενοπλες Δυνάμεις. Τη χρονιά που πέρασε προμήθευσε (ύφασμα, σχέδιο, κοπή, ραφή) τον Ελληνικό Στρατό με 30.000 τζάκετ και 25.000 στολές παραλλαγής. Επιπλέον, προμήθευσε 40.000 στολές για την Αεροπορία και 80.000 σεντόνια. Σημειωτέον, τα τελευταία δύο χρόνια έχει αναλάβει μετά από διεθνή διαγωνισμό να φτιάχνει τις στολές παραλλαγής των μονάδων του ΝΑΤΟ και στο πλαίσιο το προμήθευσε πέρυσι με 130.000.
Ο ίδιος ακόμη θυμάται το πρώτο ένδυμα που ετοίμασε για τον Ελληνικό Στρατό. Ηταν ένας χειμερινός υποδύτης (πουκάμισο) από χνουδωτή ποπλίνα για να είναι ζεστό. «Είχα μόλις γυρίσει από τις σπουδές μου και υπηρετούσα τη θητεία μου ως έφεδρος ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Τρεις μήνες πριν απολυθώ μαθαίνω για έναν διαγωνισμό του ελληνικού δημοσίου. Ετσι, λίγο πριν απολυθώ έδωσα την προσφορά μου και πήρα την πρώτη μου δουλειά», διευκρινίζει ο ίδιος.
Η επιχειρηματική δραστηριότητα, όμως, της οικογένειας Κούρταλη ξεκινά τον προηγούμενο αιώνα, το 1880, στη Χαλκίδα, ως οικοτεχνία με ξύλινα αργαλειά. Το 1887 η οικογένεια ιδρύει εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στον Πειραιά, το οποίο συνεχίζει τη δραστηριότητά του μέχρι το 1940, οπότε διακόπτεται λόγω Κατοχής. «Το 1940 το εργοστάσιο χτυπήθηκε κατά τον βομβαρδισμό του Πειραιά. Αργότερα η Γκεστάπο κάλεσε τον παππού μου, Ελευθέριο Κούρταλη και του πρότειναν να του δώσουν χρήματα να το επισκευάσει και να το βάλει σε λειτουργία για τους Γερμανούς. Εκείνος αρνήθηκε και τον πέταξαν από τα σκαλιά με κλωτσιές.
Την επόμενη μέρα ο παππούς σφράγισε την πόρτα του εργοστασίου του και εξαφανίστηκε», εξιστορεί σήμερα ο εγγονός του. Το 1945 τα ακίνητα της οδού Κάστορος 6 και Αιτωλικού επισκευάζονται και ξανανοίγουν ως εταιρεία πια με αντικείμενο τη βιομηχανοποίηση νημάτων και υφασμάτων. Το 1947 μεταφέρεται στο Κερατσίνι με τη μορφή εργοστασίου παραγωγής νημάτων και υφασμάτων. Εκεί θα μείνει μέχρι το 1966, από όπου θα μεταφερθεί το 1968 σε νέα έκταση, στου Ρέντη. Την ίδια χρονιά ο Ελευθέριος Κούρταλης (τέταρτη γενιά πλέον) παράλληλα με τη συμμετοχή του στην οικογενειακή επιχείρηση, συστήνει ατομική επιχείρηση παραγωγής κι εμπορίας υφασμάτων και νημάτων, φέρνει υπερσύγχρονα μηχανήματα από Ελβετία και Γερμανία και κατασκευάζει μέσα σε μια έκταση 30.000 τ.μ, στα Οινόφυτα Βοιωτίας, ιδιόκτητο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας.
Οικογενειακή υπόθεση
Ο κ. Κούρταλης μεγάλωσε στον Πειραιά, στα σοκάκια της Καστέλας. Σήμερα, πηγαίνοντας προς τα πίσω θεωρεί πως το μεγαλύτερο εφόδιο της ζωής του ήταν η δύναμη που πήρε από την οικογένειά του. Ακόμη θυμάται τον παππού του Ελευθέριο να κάθεται στο καφενεδάκι της γειτονιάς τα πρωινά της Κυριακής ή αργότερα, στα βαθιά γεράματα, με το μπαστουνάκι του, να επισκέπτεται ακόμη το εργοστάσιο. Αυτό το συναισθηματικό δέσιμο όμως με την οικογένεια, στάθηκε καθοριστικό στις μετέπειτα επιλογές ζωής.
Ο κ. Κούρταλης μεγάλωσε στον Πειραιά, στα σοκάκια της Καστέλας. Σήμερα, πηγαίνοντας προς τα πίσω θεωρεί πως το μεγαλύτερο εφόδιο της ζωής του ήταν η δύναμη που πήρε από την οικογένειά του. Ακόμη θυμάται τον παππού του Ελευθέριο να κάθεται στο καφενεδάκι της γειτονιάς τα πρωινά της Κυριακής ή αργότερα, στα βαθιά γεράματα, με το μπαστουνάκι του, να επισκέπτεται ακόμη το εργοστάσιο. Αυτό το συναισθηματικό δέσιμο όμως με την οικογένεια, στάθηκε καθοριστικό στις μετέπειτα επιλογές ζωής.
«Ανήκω στη μερίδα των ανθρώπων που έχουν προδιαγεγραμμένο μέλλον. Παρότι ήθελα να γίνω διπλωμάτης, ακολούθησα την παράδοση της οικογένειας. Ο πατέρας μου με έστειλε στο Βέλγιο να σπουδάσω χημικός μηχανικός και να ειδικευτώ στη κλωστοϋφαντουργία. Αγαπούσα πολύ τον πατέρα μου και δεν μπορούσα να του φέρω αντίρρηση. Θυμάμαι τα καλοκαίρια που δεν είχα σχολείο με έπαιρνε κοντά του για να μάθω τη δουλειά».
Στο εργοστάσιο οι μηχανές εξακολουθούν να δουλεύουν, να παίρνουν βαμβάκι και να βγάζουν ύφασμα, όπως λέει και ο επιχειρηματίας: «Δυστυχώς λόγω κρίσης από τις τρεις βάρδιες που είχαμε δουλεύει μόνο η μία, οι εξαγωγές σε σχέση με το παρελθόν έχουν μειωθεί και το προσωπικό από τα 200 άτομα έχει φτάσει στα 65. Ευτυχώς δεν έχω αναγκαστεί να απολύσω κανέναν. Τα άτομα μειώθηκαν επειδή οι περισσότεροι βγήκαν σε σύνταξη ή βρήκαν αλλού δουλειά. Μακάρι να μπορούσα να κάνω προσλήψεις εκ νέου».
Ο ίδιος διευκρινίζει πως ο κλάδος είχε ήδη πληγεί πριν την κρίση, κυρίως από τις εισαγωγές βαμβακιού από Κίνα και Ινδία. Πάντως, «επιβιώνουμε επειδή έχουμε καλό βαμβάκι», υποστηρίζει και πιστεύει πως σύντομα, η ελληνική κλωστοϋφαντουργία θα ξαναβρεί το δρόμο της.
Ευη Κωνσταντινίδου
ΦΩTOΓΡAΦIΕΣ: ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
agphoto@gmail.com
agphoto@gmail.com
πηγη http://www.ethnos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου