Ο ΠΡΟΩΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΙΑΣ ΣΠΟΥΔΑΙΑΣ ΡΕΠΟΡΤΕΡ. ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ, ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ, ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΗΝ. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΠΡΙΝ ΑΠΌ 25 ΜΕΡΕΣ!
Η Αριστέα Μπουγάτσου ήταν από εκείνες/εκείνους τους δημοσιογράφους που δεν τους γνωρίζεις στο γυαλί. Τους γνωρίζεις στο χαρτί. Προσωπικά την ήξερα από τα ρεπορτάζ της. Που ήταν συνήθως – αν όχι πάντα – το τράβηγμα της κουρτίνας που κάτι έκρυβε. Της κουρτίνας του συστήματος, της διαπλοκής, της απάθειας. Δεν φοβήθηκε να καταπιαστεί με ολόκληρα χωράφια από καφτές πατάτες. Που αφορούσαν Κόκκαλη, Λαυριεντιάδη, Βατοπέδι, Χριστοφοράκο – ένα σωρό.
Δημοσιογράφος που η επαγγελματική της καρδιά ήταν το ντοκουμέντο. Και το ντοκουμέντο που έβρισκε ήταν μαχαίρι για γόρδιους δεσμούς – άσχετα αν η εκάστοτε εξουσία χρησιμοποιούσε τη λαβή κι όχι τη λεπίδα. Γι’ αυτό και δεν είχε γίνει περιζήτητη από την πιάτσα. Η μόνη που τη ζητούσε ήταν η ανεργία – και τη βίωσε για αρκετό διάστημα ώσπου ήρθε πάλι στην καινούργια «Ελευθεροτυπία». Κι εκεί, στο ελάχιστο υπόλοιπο της ζωής της, μετρημένο πλέον με δυο-τρεις δεκάδες μέρες, έριξε τη βόμβα της: οι χορηγίες τού ΟΠΑΠ. Με αναλυτικά και με γραπτά ντοκουμέντα – όπως πάντα. Ήταν 17 Ιανουαρίου, μόλις 25 εικοσιτετράωρα από τον θάνατό της, στα (επίσης μόλις!) 49 χρόνια της!
Η Αριστέα Μπουγάτσου ήταν μια διαφορετική δημοσιογράφος. Ακούγεται κοινότοπο αλλά δεν είναι. Διέφερε απ’ όλους εμάς που παιδεύουμε χαρτιά, λέξεις, πληκτρολόγια, μικρόφωνα και κάμερες για συχνά ανούσια κείμενα και θέματα. Κανείς (ή οι περισσότεροι τουλάχιστον) δεν είμαστε σαν κι αυτήν. Δεν θα γίνουμε ποτέ σαν κι αυτήν. Η Μπουγάτσου ήταν βομβαρδιστικό των αποκαλύψεων (των μεγατονικών) αλλά χωρίς φανφάρες για «ασυμβίβαστη δημοσιογραφία» κι άλλα τούμπανα. Ούτε είχε την έπαρση που κάνει προμετωπίδα του ακόμα και το πρώτο παιδάκι που μπαίνει στο επάγγελμα γράφοντας τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία και παίρνοντας το ύφος «κοίταμε, εγώ τώρα πηδάω». Ήταν αθόρυβη, προσγειωμένη, ταπεινή κι ας την είχαν ταράξει μεγάλοι (και μεγαλόσχημοι) στις αγωγές «που αν τις άθροιζα κοντεύουν το ΑΕΠ της χώρας», όπως έχει πει.
Το 2008, σε μια πολύ καλή συνέντευξη στο Lifo, ρωτήθηκε αν το είδος τού ρεπορτάζ που κάνει είναι επικίνδυνο. «Πιο επικίνδυνο είναι να δουλεύεις σε ανθρακωρυχείο» αποκρίθηκε με την απλότητα που προσγειώνει τις προσδοκίες-Φάντομ για απάντηση με θόρυβο.
Η Αριστέα Μπουγάτσου ήταν παιδί τής γραπτής δημοσιογραφίας. Αυτής δηλαδή που «φτιάχνει» τον δημοσιογράφο, εκείνης που είναι η βάση και το θεμέλιό του. Την ακούσαμε και στο ραδιόφωνο (Σκάι) αλλά δεν την είδαμε – τουλάχιστον εξ όσων προσωπικά γνωρίζω – ποτέ στην τηλεόραση. Την οποία άλλωστε δεν εκτιμούσε. «Αυτό δεν είναι ειδήσεις. Είναι συμπεθεριό που έχει μοιράσει τους ρόλους», έλεγε. Και όσο για το αν θα ήθελε, ή της πρότειναν, να γίνει τηλεοπτική: «Δεν θα μπορούσα να είμαι σε ένα θίασο και να σχολιάζω τα πάντα, από το Άγιον Όρος μέχρι το τραπεζικό σύστημα, την παγκόσμια κρίση, το διαμελισμό της γυναίκας στη Σαντορίνη, τον Ομπάμα».
Θέλοντας να εικονογραφήσω αυτό το ελάχιστο αφιέρωμα σε μια ΣΠΟΥΔΑΙΑ δημοσιογράφο, αναζήτησα στο Google φωτογραφία της: εις μάτην! Δεν υπήρχε ούτε μία... Η Αριστέα δεν φωτογραφιζόταν, δεν ακκιζόταν, δεν κινηματογραφιζόταν. Δεν την ένοιαζε να φαίνεται, την ένοιαζε να διαβάζεται σε κρυφές, ουσιαστικές, αλήθειες. «Δεν με ενδιαφέρει να μπαίνω κάπου και να με αναγνωρίζουν», έλεγε. Ακόμα και η κηδεία της δεν ήθελε να ανακοινωθεί. Για το πού και το πότε, για το ποιοι θα έρθουν και το ποιοι θα κλάψουν. Προφανώς δεν την ενδιέφερε να αποφύγει τις… αγωγές, αλλά τους επικήδειους. Που συχνά κρύβουν μελωμένο ψέμα και ελαιοχρωματισμένη σύμβαση. Στην περίπτωση της Αριστέας, ο επικήδειος θα είχε πραγματικό νόημα, και απέραντη αλήθεια, στο σημείο που θα έλεγε «άφησε δυσαναπλήρωτο κενό». Γιατί το παράξενο καλούπι που την έβγαλε έσπασε. Δεν ήθελαν πολλές Αριστέες και και πολλούς… Αριστέους. Ενοχλούν σαν τη μύγα στη σούπα. Όταν άλλοι αρέσουν επειδή λειτουργούν σαν τη μύγα στο σκατό.
Διον. Βραϊμάκης http://harddog-sport.blogspot.gr
dy/>
Η Αριστέα Μπουγάτσου ήταν από εκείνες/εκείνους τους δημοσιογράφους που δεν τους γνωρίζεις στο γυαλί. Τους γνωρίζεις στο χαρτί. Προσωπικά την ήξερα από τα ρεπορτάζ της. Που ήταν συνήθως – αν όχι πάντα – το τράβηγμα της κουρτίνας που κάτι έκρυβε. Της κουρτίνας του συστήματος, της διαπλοκής, της απάθειας. Δεν φοβήθηκε να καταπιαστεί με ολόκληρα χωράφια από καφτές πατάτες. Που αφορούσαν Κόκκαλη, Λαυριεντιάδη, Βατοπέδι, Χριστοφοράκο – ένα σωρό.
Δημοσιογράφος που η επαγγελματική της καρδιά ήταν το ντοκουμέντο. Και το ντοκουμέντο που έβρισκε ήταν μαχαίρι για γόρδιους δεσμούς – άσχετα αν η εκάστοτε εξουσία χρησιμοποιούσε τη λαβή κι όχι τη λεπίδα. Γι’ αυτό και δεν είχε γίνει περιζήτητη από την πιάτσα. Η μόνη που τη ζητούσε ήταν η ανεργία – και τη βίωσε για αρκετό διάστημα ώσπου ήρθε πάλι στην καινούργια «Ελευθεροτυπία». Κι εκεί, στο ελάχιστο υπόλοιπο της ζωής της, μετρημένο πλέον με δυο-τρεις δεκάδες μέρες, έριξε τη βόμβα της: οι χορηγίες τού ΟΠΑΠ. Με αναλυτικά και με γραπτά ντοκουμέντα – όπως πάντα. Ήταν 17 Ιανουαρίου, μόλις 25 εικοσιτετράωρα από τον θάνατό της, στα (επίσης μόλις!) 49 χρόνια της!
Η Αριστέα Μπουγάτσου ήταν μια διαφορετική δημοσιογράφος. Ακούγεται κοινότοπο αλλά δεν είναι. Διέφερε απ’ όλους εμάς που παιδεύουμε χαρτιά, λέξεις, πληκτρολόγια, μικρόφωνα και κάμερες για συχνά ανούσια κείμενα και θέματα. Κανείς (ή οι περισσότεροι τουλάχιστον) δεν είμαστε σαν κι αυτήν. Δεν θα γίνουμε ποτέ σαν κι αυτήν. Η Μπουγάτσου ήταν βομβαρδιστικό των αποκαλύψεων (των μεγατονικών) αλλά χωρίς φανφάρες για «ασυμβίβαστη δημοσιογραφία» κι άλλα τούμπανα. Ούτε είχε την έπαρση που κάνει προμετωπίδα του ακόμα και το πρώτο παιδάκι που μπαίνει στο επάγγελμα γράφοντας τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία και παίρνοντας το ύφος «κοίταμε, εγώ τώρα πηδάω». Ήταν αθόρυβη, προσγειωμένη, ταπεινή κι ας την είχαν ταράξει μεγάλοι (και μεγαλόσχημοι) στις αγωγές «που αν τις άθροιζα κοντεύουν το ΑΕΠ της χώρας», όπως έχει πει.
Το 2008, σε μια πολύ καλή συνέντευξη στο Lifo, ρωτήθηκε αν το είδος τού ρεπορτάζ που κάνει είναι επικίνδυνο. «Πιο επικίνδυνο είναι να δουλεύεις σε ανθρακωρυχείο» αποκρίθηκε με την απλότητα που προσγειώνει τις προσδοκίες-Φάντομ για απάντηση με θόρυβο.
Η Αριστέα Μπουγάτσου ήταν παιδί τής γραπτής δημοσιογραφίας. Αυτής δηλαδή που «φτιάχνει» τον δημοσιογράφο, εκείνης που είναι η βάση και το θεμέλιό του. Την ακούσαμε και στο ραδιόφωνο (Σκάι) αλλά δεν την είδαμε – τουλάχιστον εξ όσων προσωπικά γνωρίζω – ποτέ στην τηλεόραση. Την οποία άλλωστε δεν εκτιμούσε. «Αυτό δεν είναι ειδήσεις. Είναι συμπεθεριό που έχει μοιράσει τους ρόλους», έλεγε. Και όσο για το αν θα ήθελε, ή της πρότειναν, να γίνει τηλεοπτική: «Δεν θα μπορούσα να είμαι σε ένα θίασο και να σχολιάζω τα πάντα, από το Άγιον Όρος μέχρι το τραπεζικό σύστημα, την παγκόσμια κρίση, το διαμελισμό της γυναίκας στη Σαντορίνη, τον Ομπάμα».
Θέλοντας να εικονογραφήσω αυτό το ελάχιστο αφιέρωμα σε μια ΣΠΟΥΔΑΙΑ δημοσιογράφο, αναζήτησα στο Google φωτογραφία της: εις μάτην! Δεν υπήρχε ούτε μία... Η Αριστέα δεν φωτογραφιζόταν, δεν ακκιζόταν, δεν κινηματογραφιζόταν. Δεν την ένοιαζε να φαίνεται, την ένοιαζε να διαβάζεται σε κρυφές, ουσιαστικές, αλήθειες. «Δεν με ενδιαφέρει να μπαίνω κάπου και να με αναγνωρίζουν», έλεγε. Ακόμα και η κηδεία της δεν ήθελε να ανακοινωθεί. Για το πού και το πότε, για το ποιοι θα έρθουν και το ποιοι θα κλάψουν. Προφανώς δεν την ενδιέφερε να αποφύγει τις… αγωγές, αλλά τους επικήδειους. Που συχνά κρύβουν μελωμένο ψέμα και ελαιοχρωματισμένη σύμβαση. Στην περίπτωση της Αριστέας, ο επικήδειος θα είχε πραγματικό νόημα, και απέραντη αλήθεια, στο σημείο που θα έλεγε «άφησε δυσαναπλήρωτο κενό». Γιατί το παράξενο καλούπι που την έβγαλε έσπασε. Δεν ήθελαν πολλές Αριστέες και και πολλούς… Αριστέους. Ενοχλούν σαν τη μύγα στη σούπα. Όταν άλλοι αρέσουν επειδή λειτουργούν σαν τη μύγα στο σκατό.
Διον. Βραϊμάκης http://harddog-sport.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου