Ισως ποτέ άλλοτε δεν υμνήθηκαν τόσο οι ατρόμητοι εύζωνες όσο
στις 22 Φεβρουαρίου 1913, όταν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέκλυσαν το
Σύνταγμα και τους γύρω δρόμους χορεύοντας και τραγουδώντας: «Τα πήραμε
τα Γιάννενα, μάτια πολλά το λένε / όπου γελούν και κλαίνε»! Η είδηση ότι
την προηγουμένη είχε αλωθεί η πρωτεύουσα της Ηπείρου από τον Ελληνικό
Στρατό δεν άφησε κανέναν ασυγκίνητο. Τσαρούχια, φεσάκια, φουστανέλες,
κάπες, καπέλα και εφημερίδες πετάγονταν στον αέρα, ο ένας αγκάλιαζε τον
άλλον, ενώ ο τόπος πλημμύρισε από λάβαρα και σημαίες. Μαθητές είχαν
εγκαταλείψει τα σχολεία τους και είχαν έρθει να συμμετάσχουν στο μεγάλο
πανηγύρι. Τα εργοστάσια διέκοψαν τη λειτουργία τους και οι εργάτες
βγήκαν στους δρόμους κρατώντας φωτογραφίες του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Ενας Ηπειρώτης, ιδιοκτήτης μικροκαταστήματος στην οδό Αδριανού, σε
στιγμή παροξυσμού και υπέρτατης χαράς έβαλε φωτιά στο μαγαζάκι του
φωνάζοντας «όλα στάχτη». Στον ίδιο δρόμο μια αδέσποτη σφαίρα βρήκε τον
άτυχο Αθηναίο Μιλτιάδη Καραμολέγκο. Ποτέ δεν βρέθηκε ο δράστης, αφού οι
διαδηλωτές τον άρπαξαν από τα χέρια του χωροφύλακα για να συνεχίσουν το
πανηγύρι τους. Στο Κολωνάκι τραυματίστηκε μια γυναίκα. Στα νοσοκομεία οι
δεκάδες τραυματίες ξεσπούσαν σε κλάματα. Η ίδια εικόνα στον Πειραιά και
σε όλη την Ελλάδα.
«Η κατάληψις των Ιωαννίνων υπό του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων την εσπέραν της 21ης Φεβρουαρίου 1913 είναι πολεμικόν κατόρθωμα εξ εκείνων άτινα σπανίως αναφέρονται εις την Παγκόσμιον Στρατιωτικήν Ιστορίαν». Αυτό αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο αντιστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, δίνοντας το μέγεθος της ελληνικής επιτυχίας. Από τον Ιανουάριο του 1913, οπότε ο διάδοχος Κωνσταντίνος είχε αναλάβει τη διοίκηση του Στρατού, είχε συνειδητοποιήσει ότι η νίκη στο Μπιζάνι θα αποτελούσε το κλειδί για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, καθώς και ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου. Το σχέδιο της επίθεσης ήταν σχετικά ριψοκίνδυνο. Προέβλεπε την ευρεία κύκλωση από δυτικά της οχυρωμένης τοποθεσίας και την άμεση κατάληψη των Ιωαννίνων. Ταυτόχρονα, θα γίνονταν επιθέσεις στον κεντρικό και τον ανατολικό τομέα του μετώπου, με σκοπό την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των τουρκικών δυνάμεων.
Το ελληνικό Στρατηγείο χρησιμοποίησε ακόμη ένα τέχνασμα: Διέδιδε ότι επρόκειτο να αποβιβαστεί μια ελληνική μεραρχία στους Αγίους Σαράντα. Αυτή η ψεύτικη πληροφορία είχε ως αποτέλεσμα, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, να παραπλανήσει το τουρκικό στράτευμα, το οποίο περίμενε την ελληνική μεραρχία ακινητοποιημένο στο Δέλβινο, με αποτέλεσμα να μη συντρέξει στον αγώνα των Ιωαννίνων. Ηδη προτού αρχίσουν οι προπαρασκευές για την επίθεση ο Κωνσταντίνος απηύθυνε στον Εσάτ Πασά προσωπική επιστολή, με την οποία τον εξόρκιζε «εν ονόματι της ανθρωπότητας και του πολιτισμού και προς πρόληψιν ματαίας επί πλέον αιματοχυσίας» να παραδώσει τα Ιωάννινα. Ο Εσάτ απάντησε στις 19 Ιανουαρίου αρνούμενος να παραδώσει την πόλη και έτσι το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο συνέχισε με έντονο ρυθμό την προπαρασκευή της μεγάλης επιθέσεως.
Ο φόβος των Τούρκων
Στις 19 Φεβρουαρίου τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο παραπλάνησης, με βολές Πυροβολικού και επιθέσεις μονάδων Πεζικού από το Α΄ Τμήμα της Ελληνικής Στρατιάς, στον τομέα Μπιζάνι – Κουτσελιό - Καστρίτσα. Το Β΄ Τμήμα της Στρατιάς συγκεντρώθηκε με μυστικότητα απέναντι από τον τομέα Μανωλιάσσα - Αγιος Νικόλαος - Τσούκα. Με το πρώτο φως της επόμενης μέρας το Β΄ Τμήμα Στρατιάς εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Με μια τολμηρή και βαθιά εισχώρηση στον δυτικό τομέα των επιχειρήσεων, το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, μαζί με το 9ο Τάγμα υπό τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσάριο, κατάφερε να φτάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Αγιο Ιωάννη. Οι τουρκικές δυνάμεις βρίσκονταν υπό κατάρρευση καθώς τα οχυρά τους, και κυρίως του δυτικού μετώπου, καταλαμβάνονταν το ένα μετά το άλλο από τους Ελληνες. Ο τουρκικός στρατός άρχισε να φεύγει προς τα Ιωάννινα, ενώ οι Ελληνες τον ακολουθούσε καταπόδας.
Η είδηση ότι ο Ελληνικός Στρατός έφτασε έξω από τα Ιωάννινα καθιστούσε αδύνατη την υποχώρηση των Τούρκων και ταυτόχρονα δημιούργησε πανικό στη διοίκηση του τουρκικού στρατού που ήταν εγκατεστημένη στην πόλη. Οι εύζωνες είχαν φροντίσει να καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας έτσι την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με τον στρατό της και αφήνοντας ουσιαστικά το Μπιζάνι αποκομμένο και απομονωμένο. Με αυτές τις συνθήκες, τη νύχτα της 19ης προς την 20ή Φεβρουαρίου, ο Εσάτ Πασάς, ευρισκόμενος μπροστά σε μια τέτοια πανωλεθρία, συναντήθηκε με τον μητροπολίτη Γερβάσιο και με τους προξένους της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Ρουμανίας και τους ζήτησε να μεσολαβήσουν για την παράδοση των Ιωαννίνων.
Η παράδοση
Πράγματι ο διάδοχος όρισε ως αντιπροσώπους του τους λοχαγούς του επιτελείου του Ι. Μεταξά και Ξ. Στρατηγό, οι οποίοι συναντήθηκαν με τον Βεχήπ Βέη για να υπογράψουν το πρωτόκολλο παραδόσεως στους Ελληνες: «Μεταξύ των υπογεγραμμένων Λοχαγού Μεταξά και Λοχαγού Στρατηγού, πληρεξουσίων της Α.Β.Υ. του Αρχιστρατήγου του Ελληνικού Στρατού Μακεδονίας και Ηπείρου και του Βεχήπ Βέη, Αντ/ρχου του Διοικητού της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων, συνεφωνήθησαν τα εξής: Η οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων παραδίδεται εις τον Ελληνικόν Στρατόν. Τα στρατεύματα άτινα ευρίσκονται σήμερον εις την οχυρωμένην τοποθεσίαν παραδίδονται ως αιχμάλωτοι πολέμου. Από το υλικόν πολέμου, όπλα, σημαίαι και ίπποι, ανήκοντα εις τον στρατόν, θα παραδοθώσιν εις τον Ελληνικόν Στρατόν εις οίαν κατάστασιν ευρίσκονται σήμερον. Πάντες οι αξιωματικοί, στρατιώται τραυματίαι και ασθενείς υπαχθήσωνται εις τον νόμον του πολέμου. Βεχήπ Βέης, Ιω. Μεταξάς, Ξεν. Στρατηγός».
Το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε η επίσημη είσοδος του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου στα Ιωάννινα, τα οποία έπειτα από 483 χρόνια ήταν πλέον ελεύθερα. Ο Σουρής έσπευδε να γιορτάσει το γεγονός με τον δικό του τρόπο: «Τα ’πήραμε τα Γιάννινα… μάτια πολλά το λένε / όπου γελούν και κλαίνε. Το λεν πουλιά του Γρεβενου κι αηδόνια του Μετσόβου, που τάχε διώξει παγωνιά κι ανατριχίλα φόβου. Το λένε κτύποι και βρονταίς, το λένε και καμπάναις, το λένε και χαρούμεναις και μαυροφόρες μάνναις».
Αυθόρμητα οι χιλιάδες λαού που ξεχύθηκαν στους δρόμους των Αθηνών κατέληξαν στη μητρόπολη. Αφού τελέστηκε δοξολογία, αναγνώστηκε και το δημόσιο ψήφισμα του Δήμου Αθηναίων. Σπάνια επικράτησε τέτοια ησυχία για να ακούσουν όλοι τα λόγια του Αρχιεπίσκοπου και του δημάρχου των Αθηνών που μνημόνευαν τα παλικάρια που χάθηκαν και εκείνα που τραυματίστηκαν: «Φωνάξετε σε μνήματα παιδιών νεοσκαμμένα / πως πήραμε τα Γιάννινα τα κοσμοξακουσμένα».
Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς http://www.dimokratianews.gr/
«Η κατάληψις των Ιωαννίνων υπό του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων την εσπέραν της 21ης Φεβρουαρίου 1913 είναι πολεμικόν κατόρθωμα εξ εκείνων άτινα σπανίως αναφέρονται εις την Παγκόσμιον Στρατιωτικήν Ιστορίαν». Αυτό αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο αντιστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, δίνοντας το μέγεθος της ελληνικής επιτυχίας. Από τον Ιανουάριο του 1913, οπότε ο διάδοχος Κωνσταντίνος είχε αναλάβει τη διοίκηση του Στρατού, είχε συνειδητοποιήσει ότι η νίκη στο Μπιζάνι θα αποτελούσε το κλειδί για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, καθώς και ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου. Το σχέδιο της επίθεσης ήταν σχετικά ριψοκίνδυνο. Προέβλεπε την ευρεία κύκλωση από δυτικά της οχυρωμένης τοποθεσίας και την άμεση κατάληψη των Ιωαννίνων. Ταυτόχρονα, θα γίνονταν επιθέσεις στον κεντρικό και τον ανατολικό τομέα του μετώπου, με σκοπό την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των τουρκικών δυνάμεων.
Το ελληνικό Στρατηγείο χρησιμοποίησε ακόμη ένα τέχνασμα: Διέδιδε ότι επρόκειτο να αποβιβαστεί μια ελληνική μεραρχία στους Αγίους Σαράντα. Αυτή η ψεύτικη πληροφορία είχε ως αποτέλεσμα, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, να παραπλανήσει το τουρκικό στράτευμα, το οποίο περίμενε την ελληνική μεραρχία ακινητοποιημένο στο Δέλβινο, με αποτέλεσμα να μη συντρέξει στον αγώνα των Ιωαννίνων. Ηδη προτού αρχίσουν οι προπαρασκευές για την επίθεση ο Κωνσταντίνος απηύθυνε στον Εσάτ Πασά προσωπική επιστολή, με την οποία τον εξόρκιζε «εν ονόματι της ανθρωπότητας και του πολιτισμού και προς πρόληψιν ματαίας επί πλέον αιματοχυσίας» να παραδώσει τα Ιωάννινα. Ο Εσάτ απάντησε στις 19 Ιανουαρίου αρνούμενος να παραδώσει την πόλη και έτσι το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο συνέχισε με έντονο ρυθμό την προπαρασκευή της μεγάλης επιθέσεως.
Ο φόβος των Τούρκων
Στις 19 Φεβρουαρίου τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο παραπλάνησης, με βολές Πυροβολικού και επιθέσεις μονάδων Πεζικού από το Α΄ Τμήμα της Ελληνικής Στρατιάς, στον τομέα Μπιζάνι – Κουτσελιό - Καστρίτσα. Το Β΄ Τμήμα της Στρατιάς συγκεντρώθηκε με μυστικότητα απέναντι από τον τομέα Μανωλιάσσα - Αγιος Νικόλαος - Τσούκα. Με το πρώτο φως της επόμενης μέρας το Β΄ Τμήμα Στρατιάς εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Με μια τολμηρή και βαθιά εισχώρηση στον δυτικό τομέα των επιχειρήσεων, το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, μαζί με το 9ο Τάγμα υπό τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσάριο, κατάφερε να φτάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Αγιο Ιωάννη. Οι τουρκικές δυνάμεις βρίσκονταν υπό κατάρρευση καθώς τα οχυρά τους, και κυρίως του δυτικού μετώπου, καταλαμβάνονταν το ένα μετά το άλλο από τους Ελληνες. Ο τουρκικός στρατός άρχισε να φεύγει προς τα Ιωάννινα, ενώ οι Ελληνες τον ακολουθούσε καταπόδας.
Η είδηση ότι ο Ελληνικός Στρατός έφτασε έξω από τα Ιωάννινα καθιστούσε αδύνατη την υποχώρηση των Τούρκων και ταυτόχρονα δημιούργησε πανικό στη διοίκηση του τουρκικού στρατού που ήταν εγκατεστημένη στην πόλη. Οι εύζωνες είχαν φροντίσει να καταστρέψουν τα τηλεφωνικά δίκτυα, διακόπτοντας έτσι την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με τον στρατό της και αφήνοντας ουσιαστικά το Μπιζάνι αποκομμένο και απομονωμένο. Με αυτές τις συνθήκες, τη νύχτα της 19ης προς την 20ή Φεβρουαρίου, ο Εσάτ Πασάς, ευρισκόμενος μπροστά σε μια τέτοια πανωλεθρία, συναντήθηκε με τον μητροπολίτη Γερβάσιο και με τους προξένους της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Ρουμανίας και τους ζήτησε να μεσολαβήσουν για την παράδοση των Ιωαννίνων.
Η παράδοση
Πράγματι ο διάδοχος όρισε ως αντιπροσώπους του τους λοχαγούς του επιτελείου του Ι. Μεταξά και Ξ. Στρατηγό, οι οποίοι συναντήθηκαν με τον Βεχήπ Βέη για να υπογράψουν το πρωτόκολλο παραδόσεως στους Ελληνες: «Μεταξύ των υπογεγραμμένων Λοχαγού Μεταξά και Λοχαγού Στρατηγού, πληρεξουσίων της Α.Β.Υ. του Αρχιστρατήγου του Ελληνικού Στρατού Μακεδονίας και Ηπείρου και του Βεχήπ Βέη, Αντ/ρχου του Διοικητού της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων, συνεφωνήθησαν τα εξής: Η οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων παραδίδεται εις τον Ελληνικόν Στρατόν. Τα στρατεύματα άτινα ευρίσκονται σήμερον εις την οχυρωμένην τοποθεσίαν παραδίδονται ως αιχμάλωτοι πολέμου. Από το υλικόν πολέμου, όπλα, σημαίαι και ίπποι, ανήκοντα εις τον στρατόν, θα παραδοθώσιν εις τον Ελληνικόν Στρατόν εις οίαν κατάστασιν ευρίσκονται σήμερον. Πάντες οι αξιωματικοί, στρατιώται τραυματίαι και ασθενείς υπαχθήσωνται εις τον νόμον του πολέμου. Βεχήπ Βέης, Ιω. Μεταξάς, Ξεν. Στρατηγός».
Το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε η επίσημη είσοδος του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου στα Ιωάννινα, τα οποία έπειτα από 483 χρόνια ήταν πλέον ελεύθερα. Ο Σουρής έσπευδε να γιορτάσει το γεγονός με τον δικό του τρόπο: «Τα ’πήραμε τα Γιάννινα… μάτια πολλά το λένε / όπου γελούν και κλαίνε. Το λεν πουλιά του Γρεβενου κι αηδόνια του Μετσόβου, που τάχε διώξει παγωνιά κι ανατριχίλα φόβου. Το λένε κτύποι και βρονταίς, το λένε και καμπάναις, το λένε και χαρούμεναις και μαυροφόρες μάνναις».
Αυθόρμητα οι χιλιάδες λαού που ξεχύθηκαν στους δρόμους των Αθηνών κατέληξαν στη μητρόπολη. Αφού τελέστηκε δοξολογία, αναγνώστηκε και το δημόσιο ψήφισμα του Δήμου Αθηναίων. Σπάνια επικράτησε τέτοια ησυχία για να ακούσουν όλοι τα λόγια του Αρχιεπίσκοπου και του δημάρχου των Αθηνών που μνημόνευαν τα παλικάρια που χάθηκαν και εκείνα που τραυματίστηκαν: «Φωνάξετε σε μνήματα παιδιών νεοσκαμμένα / πως πήραμε τα Γιάννινα τα κοσμοξακουσμένα».
Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς http://www.dimokratianews.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου