περισσότερο Ευρωπαίοι και έχοντας κατακτήσει ένα βιοτικό - καταναλωτικό επίπεδο σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ξεχάσαμε κυριολεκτικά τους γείτονές μας. Τους θυμόμαστε πού και πού, όταν πρόκειται για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας κι όταν χρειαζόμαστε αναφορές στο τι δεν πρέπει να είμαστε. Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Η βαλκανική επιλογή ταξιδιού και διακοπών έχει διττό, με δύο όψεις, χαρακτήρα: Από τη μια το εξωτικό - εξωευρωπαϊκό και από την άλλη το οικείο. Η διαδρομή Μετά από διανυκτέρευση στη Θεσσαλονίκη κι αφού απολαύσαμε τους μαγικούς ήχους και τις γεύσεις της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς, συνεχίσαμε οδικώς για το Βελιγράδι. Η κατεύθυνση, Έδεσσα - Πολύκαστρο. Μετά, ακολουθήσαμε τις ταμπέλες προς FΥRΟΜ. Η ημέρα ήταν υπέροχη και απείχαμε περίπου 140 χιλιόμετρα από την πόλη των Σκοπίων, στην οποία και μείναμε για δύο ημέρες –θα αναφερθούμε σ’ αυτή σε κάποιο άλλο αφιέρωμα– και συνεχίσαμε για το Βελιγράδι. Το μόνιμο άγχος μας μέχρι να φτάσουμε στα σύνορα με τη Σερβία ήταν η ακριβής τήρηση των ορίων ταχύτητας στο δρόμο, γιατί, εάν σε σταματήσουν οι αστυνομικοί για υπέρβαση, έστω και για μερικά χιλιόμετρα, τα πρόστιμα είναι τσουχτερά. Μπαίνοντας στη Σερβία και με κατεύθυνση την πόλη της Νις –δεν την επισκεφθήκαμε γιατί κανείς δεν μας είπε κάτι ενδιαφέρον γι’ αυτή–, διατρέξαμε μια φανταστική διαδρομή μέσα στα σερβικά βουνά με τα χιονισμένα δέντρα δεξιά κι αριστερά μας και τον ποταμό Μοράβα να μας συντροφεύει σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της διαδρομής. Τα τοπία ήταν εξαιρετικά. Τα συγκρίναμε με το πέρασμα των Αδριατικών Άλπεων όπου το σκηνικό είναι παρόμοιο. Στο συγκεκριμένο σημείο ήμασταν αναγκασμένοι, λόγω της ελαφριάς χιονόπτωσης, να κινούμαστε με χαμηλή ταχύτητα, και αφού ο δρόμος στα 50 αυτά χιλιόμετρα της εξαιρετικής διαδρομής δεν είχε διαχωριστική μπάρα. Μόλις περάσαμε το ύψος της Νις, ξεκίνησαν οι μεγάλες ευθείες για την πόλη του Βελιγραδίου. Ίσως εκεί να αναρωτηθήκαμε για τις συμβουλές κάποιων φίλων που μας είπαν ότι η Σερβία και το Βελιγράδι είναι πολύ όμορφα για επίσκεψη την άνοιξη ή στις αρχές καλοκαιριού, όταν η φύση οργιάζει. Δεν μετανιώσαμε όμως γιατί το σκηνικό του χιονιού, που τόσο πολύ μας λείπει τα τελευταία χρόνια από την Ελλάδα, αναπλήρωνε το πράσινο που θα βλέπαμε σε κάποια άλλη εποχή του χρόνου. Η είσοδος στην πόλη του Βελιγραδίου σε κάνει να αισθάνεσαι ότι είσαι σε ένα ποδήλατο και ανεβοκατεβαίνεις μικρές και μεγάλες ανηφόρες, βλέποντας από τις πλαγιές μικρών λόφων το βάθος και την έκταση του οικισμού. Αγχωμένοι λίγο για το ποια είσοδο της πόλης θα επιλέξουμε για να κατευθυνθούμε στο κέντρο, συνεχίσαμε στην εθνική οδό και, ακολουθώντας τις ταμπέλες που γράφουν Νόβισαντ, καταφέραμε να βρεθούμε και πάλι έξω από την πόλη. Τις περισσότερες φορές το χάσιμο της εξόδου αλλά και του χρόνου μετά από ένα ταξίδι 5 ωρών ίσως να είναι λίγο κουραστικό και εκνευριστικό. Σε εμάς όμως λειτούργησε… εγκυκλοπαιδικά, με την έννοια ότι μπορέσαμε να δούμε, έστω και με μια πρώτη ματιά, τον «τρισδιάστατο» χαρακτήρα της πόλης του Βελιγραδίου. Δηλαδή την όμορφη παλιά πόλη στο βάθος, το σοσιαλιστικό ρεαλισμό στην αρχιτεκτονική με τα μεγάλα μπλοκ και τη νέα πόλη, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Επιτέλους, φτάσαμε! Τελικά βρήκαμε το δρόμο μας, ακολουθήσαμε την πρώτη είσοδο που έλεγε «Centar», δηλαδή «κέντρο» στα σερβοκροατικά, και διαπιστώσαμε ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα για την ομορφιά του Βελιγραδίου. Περνώντας στο ιστορικό κέντρο της πόλης από τη μεγάλη γέφυρα του ποταμού Σάβα, είδαμε στα αριστερά μας τη διχάλα όπου ενώνονται ο εν λόγω ποταμός με τον Δούναβη και παράλληλα μπροστά μας, ανηφορικά, απλωνόταν το παλιό Βελιγράδι. Χωρίς GPS είναι λίγο δύσκολο να προσανατολιστείς, αλλά εμείς κάναμε το πιο απλό πράγμα: στα φανάρια ρωτούσαμε τους ταξιτζήδες ή τους οδηγούς για το πώς θα φτάσουμε στη Skadarska Street. Δεν μπορούμε να πούμε ότι τα αγγλικά του μέσου Σέρβου είναι και τα καλύτερα στον κόσμο, αλλά αυτό έχει τη λιγότερη σημασία γιατί όλοι προσφέρθηκαν να μας εξυπηρετήσουν αποδομώντας εντελώς τη φαντασιακή εικόνα που μας έχουν δημιουργήσει για τους σκληρούς Σέρβους και τους κατοίκους του Βελιγραδίου. Περιπλανώμενοι στο ιστορικό κέντρο και κάνοντας μερικούς κύκλους γύρω από τον προορισμό μας, φτάσαμε σε αυτό το μικρό πλακόστρωτο δρόμο, τη Skadarska, όπου βρισκόταν το μικρό και όμορφο ξενοδοχείο μας με το γαλλικό όνομα «Le Petit Piaf» («Το μικρό σπουργίτι»). Χωρίς να το ξέρουμε, είχαμε κλείσει ξενοδοχείο στον πιο τουριστικό δρόμο της πόλης, που δεν είχε όμως κανένα κιτς χαρακτηριστικό και καμία υπερβολή. Ακόμη και ο πρωτοχρονιάτικος στολισμός ήταν καλαίσθητος και προσαρμοσμένος στη γενικότερη εικόνα της πόλης.
Επιτέλους, φάγαμε! Μετά από λίγη ξεκούραση κι ενώ είχε βραδιάσει, αποφασίσαμε να κάνουμε τη μεγάλη κίνηση: Να βγούμε στο παγωμένο Βελιγράδι που χωρίς να χιονίζει είχε κρατήσει τα προηγούμενα χιόνια, διατηρώντας τη θερμοκρασία χαμηλή. Δεν μας πτόησαν καθόλου οι μείον 6 βαθμοί, αλλά αποφασίσαμε να μην πλησιάσουμε εκείνη τη στιγμή το ποτάμι. Η κούραση της ημέρας μάς οδηγούσε σε μέρη ζεστά για να απολαύσουμε το πανθομολογουμένως καλό φαγητό του Βελιγραδίου. Και επιμένω σε αυτό, γιατί όποιον κι αν ρωτήσαμε, στην Ελλάδα, στη FΥROM, ακόμα και τους υπαλλήλους στο ξενοδοχείο μας, μας είπαν με απόλυτο τρόπο ότι όπου κι αν φάμε στο Βελιγράδι θα φάμε καλά. Είχαμε μια λίστα εστιατορίων που θέλαμε να επισκεφθούμε, τελικά όμως επιλέξαμε για την πρώτη βραδιά ένα μικρό και ατμοσφαιρικό εστιατόριο, παρότι τουριστικό, στη Skadarska Street που ονομάζεται «Το παλιό μου καπέλο» – στα σερβικά, και να σας το γράψω, δεν θα το καταλάβετε! Οι τσιγγάνοι βιολιστές και οι κιθαρίστες συνόδευσαν το εξαίσιο δείπνο μας μαζί με το κλασικό ντόπιο κόκκινο κρασί και την ευγένεια και τη φιλοξενία των σερβιτόρων. Το ντεκόρ του εστιατορίου θύμιζε την παλιά «αυτοκρατορική» ιστορία του Βελιγραδίου, αντιστρόφως ανάλογη με το λογαριασμό που πληρώσαμε. Τρίβαμε κυριολεκτικά τα μάτια μας, όταν ο μέσος όρος κατά άτομο σε ένα από τα πιο τουριστικά μέρη του Βελιγραδίου, με όλα όσα περιλαμβάνει ένα πλούσιο δείπνο, έφτανε τα 21 ευρώ. Δεν το πιστεύαμε! Και για πρώτη φορά διαπιστώσαμε ότι το Βελιγράδι δικαιώνει τη φήμη του ως ένας χαμηλού κόστους ταξιδιωτικός προορισμός. Ώρα για ξεκούραση, καθώς η επόμενη ημέρα θα είχε πολύ περπάτημα. Η «κρύα» βόλτα Πλησιάζοντας την όπερα του Βελιγραδίου με κατεύθυνση το αρχαιολογικό μουσείο, φτάσαμε σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της πόλης με τα επιβλητικά κτίρια της παλιάς αρχιτεκτονικής. Κοιτώντας το χάρτη, αφήσαμε πίσω μας για αργότερα τον πιο πολυσύχναστο δρόμο της πόλης, την Knez Mihailova, και κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία του Αγίου Σάββα. Οι δρόμοι έσφυζαν από κόσμο και από νέους ανθρώπους οι οποίοι περπατούσαν χαμογελαστοί, δείχνοντας ότι αυτή η πόλη βρίσκεται σε ρυθμούς ανάπτυξης και αλλαγής. Στο βάθος και σε μια απόσταση περίπου 2 χιλιομέτρων φαινόταν επιβλητικός ο Άγιος Σάββας, που ήταν το πρώτο μεγάλο σημείο προορισμού. Δημόσια κτίρια, παλιά ξενοδοχεία, μεγάλες πλατείες, μπαζάρ και τα παραδοσιακά τραμ του Βελιγραδίου σε κόκκινο χρώμα συνέθεταν το πρωινό σκηνικό της πόλης. Ο όρος «επιβλητικός» για την εκκλησία του Αγίου Σάββα μάλλον δεν αποδίδει την πραγματικότητα, αφού βρεθήκαμε μπροστά στο μεγαλύτερο καθεδρικό ναό των Βαλκανίων. Το εσωτερικό του είναι λίγο «ψυχρό», αφού είναι ημιτελής και χαώδης. Ψάχνοντας όμως μέσα στις γωνιές του ναού ανακαλύψαμε το παλιό ξυλόγλυπτο τέμπλο του ιερού του Αγίου Σάββα και εκπληκτικά ψηφιδωτά της σερβικής αγιογραφίας. Για τους Σέρβους, που είναι παλαιοημερολογίτες, δεν είχαν έρθει ακόμα τα Χριστούγεννα και η προετοιμασία απ’ ό,τι καταλάβαμε ήταν πυρετώδης, αφού ο σερβικός λαός διακατέχεται από βαθύ θρησκευτικό αίσθημα. Αφήνοντας πίσω μας τον Άγιο Σάββα θυμηθήκαμε ότι στην πεζοπορία μας είχαμε δει το πανέμορφο ξενοδοχείο «Moscva», σήμα κατατεθέν της πόλης και παλαιότερα χώρο σημαντικών διπλωματικών και πολιτικών συναντήσεων. Το κρύο ήταν ένας παράγοντας που μας οδήγησε στο φουαγιέ του ξενοδοχείου για να απολαύσουμε αρχικά ένα θερμαντικό κονιάκ και στη συνέχεια ένα δυνατό καφέ, απαραίτητο για να συνεχίσουμε. Επόμενη επίσκεψη, στο μουσείο Εθνικής Ιστορίας της Σερβίας όπου για μια ακόμη φορά, δυστυχώς για μας, οι περισσότερες πτέρυγες ήταν κλειστές και λειτουργούσε μόνο μία με ζωγραφικά και τυπογραφικά εκθέματα που αφορούσαν ένα μεγάλο Σέρβο ευεργέτη που έδρασε την εποχή της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας στη Βουδαπέστη.
Η Knez Mihailova και το Καλέμεγκνταν Ήρθε η ώρα της περίφημης Knez Mihailova που οι περισσότεροι Έλληνες επισκέπτες ή κάτοικοι του Βελιγραδίου την αποκαλούν «η Ερμού της σερβικής πρωτεύουσας». Δεν θα συμφωνήσω απολύτως με αυτό το χαρακτηρισμό, γιατί αυτός ο υπέροχος πεζόδρομος είναι όντως στην αρχή ο δρόμος με τα περισσότερα εμπορικά μαγαζιά, αλλά στη συνέχειά του έχει όμορφα νεο κλασικά, βγαλμένα λες από την παλιά ιστορία της πόλης. «Κατεβήκαμε» την Knez Mihailova προς τον Σάβα με κατεύθυνση το μεγάλο πάρκο και το κάστρο του Καλέμεγκνταν. Δεξιά και αριστερά κόσμος που χάζευε τις βιτρίνες και πού και πού το αφτί μας άκουγε ελληνικά από τουρίστες όπως εμείς. Τα μικρά υπαίθρια μαγαζιά με προϊόντα λαϊκής παραδοσιακής τέχνης πραγματικά έκαναν τη λέξη «σουβενίρ» πιο σύνθετη και πιο όμορφη. Την Knez Mihailova θα την επισκεπτόμασταν και αργότερα στη βραδινή μας βόλτα. Όταν μπήκαμε στο μεγάλο πάρκο του Καλέμεγκνταν, είπαμε όντως ότι θα ήταν ιδανικά να το επισκεφθούμε την άνοιξη ή το καλοκαίρι. Το χιόνι που ήταν στρωμένο σε όλο το πάρκο μάλλον έκρυβε την εικόνα που φανταστήκαμε ότι θα είχε αυτό σε άλλες εποχές. Η περιήγηση μέσα στο κάστρο αποτελεί μάθημα ιστορίας, γεωγραφίας αλλά και άποψη ζωής. Το τελευταίο, γιατί στις δικές μας ελληνικές πόλεις δεν βρίσκεις τόσο μεγάλους χώρους πρασίνου, όμορφα επιμελημένους, και φυσικά τόσο πολύ κόσμο –ακόμα και με μείον 5 βαθμούς Κελσίου– να περπατάει, να ποδηλατεί και τα μικρά παιδιά να παίζουν μπάλα ή χιονοπόλεμο. Γεωγραφίας, γιατί στις άκρες των τειχών, δίπλα στις κλειστές πολεμίστρες, βρίσκεσαι στη διχάλα που ενώνει τον Δούναβη με τον Σάβα, διαπιστώνοντας για μια ακόμη φορά τη σημασία που έχουν τα ποτάμια στην οικονομία αλλά και την αισθητική των πόλεων. Στο σημείο αυτό ακριβώς βλέπει κανείς και την πόλη του Βελιγραδίου να απλώνεται στα δυτικά, επιβεβαιώνοντας αυτή την πρώτη αίσθηση που σας αναφέραμε, τον «τρισδιάστατο», δηλαδή, χαρακτήρα της πόλης. Περπατώντας ανακαλύψαμε το πολεμικό μουσείο της πόλης του Βελιγραδίου, με τα πολλά κανόνια που δείχνουν τη «διαχρονική» σχέση των Σέρβων με τον πόλεμο ή, για να το πούμε πιο απλά, τη δύσκολη ιστορία αυτής της βαλκανικής χώρας. Κανόνια, που η ιστορία τους ξεκινά από το 18ο αιώνα, φτάνοντας μέχρι τα πιο σύγχρονα αντιαεροπορικά, με τα οποία οι κάτοικοι προσπαθούσαν να αμυνθούν από τα νατοϊκά αεροπλάνα και τις βόμβες τους. Από τη βόρεια και ανατολική άκρη του κάστρου μπορεί κάποιος να δει από μακριά, αλλά και να ξεκινήσει να περπατάει για να το επισκεφθεί, ένα μνημείο του αγώνα εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, στα τέλη του 18ου αιώνα. Είναι ο πύργος-φυλακή όπου φυλακίστηκε ο δικός μας Ρήγας Φερραίος, ως ένας από τους πρώτους «ταραξίες» υπέρ της ανεξαρτησίας των βαλκανικών λαών. Έξω από το κάστρο και το πάρκο του Καλέμεγκνταν, 100 μέτρα περίπου αριστερά από την κεντρική είσοδο, βρίσκεται το άγαλμα και η οδός Ρήγα Φερραίου προς τιμή του μεγάλου Έλληνα αγωνιστή και εκπροσώπου των νέων τάσεων για τα Βαλκάνια την εποχή του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. «Στις όχθες του Δουνάβεως» Έφτασε και πάλι η σημαντική ώρα του φαγητού στο Βελιγράδι κι αυτή τη φορά ανοίξαμε τη λίστα με τα προτεινόμενα εστιατόρια. Παρά το τσουχτερό κρύο, θέλαμε να επισκεφθούμε ένα από τα μικρά εστιατόρια που βρίσκεται πάνω στον Δούναβη και ονομάζεται «Jabar» («Βάτραχος»). Μπαίνοντας στο ταξί και διαβάζοντας την περιγραφή στον τουριστικό οδηγό του Βελιγραδίου, ανησυχήσαμε γιατί μιλούσε για το «Jabar» σαν ένα από τα εστιατόρια της πόλης που το προτιμούν οι διάσημοι ντόπιοι και ξένοι. Πριν φτάσουμε εκεί, είπαμε στον οδηγό να μας κάνει μια μικρή περιήγηση στο Zemun, μια ξεχωριστή πόλη που τώρα πια αποτελεί κομμάτι της σερβικής πρωτεύουσας. Η βόλτα στο Zemun ήταν χαρακτηριστική λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής των σπιτιών και λυπηθήκαμε πολύ που δεν είχαμε αρκετό χρόνο για να την επισκεφθούμε. Επιστρέφοντας προς το «Jabar», βρεθήκαμε μπροστά στο παλιό και εγκαταλελειμμένο πια ξενοδοχείο-μπλοκ σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής «Yugoslavia», αναγνωρίζοντας αυτή την περίοδο της ιστορίας της πόλης. Στο εστιατόριο οι φόβοι μας εξαφανίστηκαν, αφού μπήκαμε σε έναν καλαίσθητο χώρο με εξαιρετικό σέρβις και φιλοξενία, χωρίς καμιά τουριστική ατραξιόν και χωρίς καμία υπερβολή, κυριολεκτικά επάνω στον Δούναβη, αφού πρόκειται για ένα μικρό καράβι στηριγμένο σε πασσάλους στις όχθες του ποταμού. Όπως όλοι από την παρέα συμφώνησαν, το συγκεκριμένο εστιατόριο θα αποτελεί πλέον «μέτρο σύγκρισης» για τα εστιατόρια που θα τρώμε και ειδικότερα για τα ελληνικά, που πολλές φορές «πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες». Η θέα του Βελιγραδίου από τις όχθες του Δούναβη, το ζεστό περιβάλλον και –να μην ξεχάσουμε, χωρίς καμία δόση τσιγγουνιάς–, ο αναλογικά χαμηλός λογαριασμός που πληρώσαμε, μας επιβεβαίωσαν για δεύτερη φορά ότι παντού στο Βελιγράδι μπορείς να φας καλά και φθηνά. «Αυλαία» στο Βελιγράδι Η τελευταία βραδιά στο Βελιγράδι θα τελείωνε με απόδραση στη νυχτερινή ζωή της πόλης. Το 2009 και το 2010 το Βελιγράδι χαρακτηρίστηκε ως η πόλη με την πιο ζωντανή και καλύτερη νυχτερινή διασκέδαση. Αυτό που μας άρεσε πάρα πολύ ήταν ότι βλέπαμε νέους ανθρώπους να κυκλοφορούν ανέμελοι, να διασκεδάζουν στα μπαρ και στα κλαμπ. Ανακαλύψαμε κι εμείς ένα μικρό ζεστό και ατμοσφαιρικό μπαράκι, με παλιές φωτογραφίες από την καθημερινή ζωή του Βελιγραδίου. Την άλλη ημέρα το πρωί, και πριν «αναγκαστούμε» να φύγουμε από αυτή την πολύ όμορφη πόλη, ανεβήκαμε στο παλιό κόκκινο τραμ της γραμμής 2 για να δούμε και να φωτογραφήσουμε «με άλλο μάτι» την πόλη. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ότι μείναμε λίγο, ωστόσο προλάβαμε κι είδαμε αρκετά. Αξίζει όμως να αφιερώσετε στο Βελιγράδι πολλές ημέρες για να το ευχαριστηθείτε…
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 20/1/11 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου