Αρωματικά φυτά – Η ελπίδα της Αγροτικής Οικονομίας ;;
Τα αρωματικά φυτά και βότανα είχαν και έχουν μια ιδιαίτερη θέση στη ζωή μας από διαλογικής, φαρμακευτικής αλλά και καλλωπιστικής άποψης. Οι θεραπευτικές τους ιδιότητες είναι γνωστές από αρχαιοτάτων χρόνων. Ο Ιπποκράτης ως πατέρας της Ιατρικής επιστήμης έχει αναφερθεί πάρα πολλές φορές στις θεραπευτικές ιδιότητες των αρωματικών φυτών.
Τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια πολλή καλή διέξοδο για τους Έλληνες αγρότες. Η χώρα μας είναι βέβαιο ότι διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων ανταγωνιστικών χωρών, και μπορεί να παράγει σε σημαντικές ποσότητες προϊόντα αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών άριστης ποιότητας για την κάλυψη της εσωτερικής αγοράς αλλά και προπάντων για διείσδυση σε απαιτητικές αγορές του εξωτερικού.
Η καλλιέργεια των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών πρέπει να γίνει με σωστό σχεδιασμό, να συνδυαστεί με την δημιουργία μικρών μεταποιητικών μονάδων σε χωριά που θα ασχολούνται με την πρωτογενή μεταποίηση και στην συνέχεια θα συνεργάζονται με μεγαλύτερες καθετοποιημένες μονάδες. Με τον τρόπο αυτό θα δημιουργηθούν πρόσθετες θέσεις εργασίας που θα συμβάλουν στη συγκράτηση του αγροτικού πληθυσμού σε αγροτικές, ορεινές, και μειονεκτικές περιοχές. Τα κυριότερα είδη φαρμακευτικών και αρωματικών φυτών παρουσιάζονται αναλυτικά παρακάτω:
1. Ρίγανη
Αυτοφύεται σε μεγάλη ποικιλία εδαφών και κλιμάτων από παραθαλάσσιες έως ορεινές περιοχές στη νησιώτικη και την ηπειρωτική Ελλάδα σε πλούσια και φτωχά εδάφη. Γενικά είναι φυτό με πολύ πλαστικό χαρακτήρα ανάπτυξης ως προς τις εδαφοκλιματικές απαιτήσεις.
Η άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης της ρίγανης (ssp.hirtum) είναι 18-22 oC με όρια ανάπτυξης 4 -33 οC, ενώ το ριζικό της σύστημα σε καλά αναπτυγμένα φυτά (φυτά ηλικίας πλέον του ενός έτους) αντέχει σε θερμοκρασίες αέρα -25 έως +42 oC.
Άριστη τιμή pH εδάφους είναι 6,8, αλλά αναπτύσσεται καλά και σε πολύ υψηλότερες τιμές pH, όπως είναι των ασβεστούχων εδαφών, αρκεί να είναι στραγγερά. Επιβιώνει και σε λίγο φως, αλλά για να δώσει καλή ποιότητα δρόγης (υψηλή περιεκτικότητα σε ριγανέλαιο και καρβακρόλη), το φως είναι απαραίτητο. Δεν είναι απαιτητικό σε θρεπτικά στοιχεία καθώς έχει μικρές απαιτήσεις σε άζωτο φώσφορο και κάλιο.
Τον πρώτο χρόνο της ανοιξιάτικης εγκατάστασης η απόδοση είναι ελάχιστη που δεν αξίζει να συγκομισθεί. Όταν πρόκειται όμως για φθινοπωρινή εγκατάσταση σε καλή χρονιά, η καλλιέργεια στο πρώτο καλοκαίρι μπορεί να δώσει μέχρι 40 κιλά τριμμένη ρίγανη. Το δεύτερο χρόνο η παραγωγή τριπλασιάζεται, ενώ από τον τρίτο χρόνο οι αποδόσεις σε χορτομάζα και τριμμένη ρίγανη φθάνουν στο ανώτερο σημείο απόδοσης της φυτείας. Οι αποδόσεις διατηρούνται σταθερές μέχρι τον 6ο χρόνο και στη συνέχεια αρχίζουν να φθίνουν. Η φυτεία ρίγανης μπορεί να έχει οικονομική ζωή έως και 10 έτη.
Μια απόδοση 300 κιλών ανά στρέμμα θεωρείται πολύ καλή χωρίς να αποκλείονται και υψηλότερες αποδόσεις οι οποίες μαζί με την απόδοση σε αιθέριο έλαιο έχουν σχέση με τον καλλιεργούμενο πληθυσμό, ποικιλία ή κλώνο, κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, καθώς και τις συνθήκες της καλλιέργειας (τυχόν άρδευση, λίπανση κλπ). Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις αυτοφυείς, στις οποίες το ριγανέλαιο και τα συστατικά του επηρεάζονται από τον πληθυσμό της αυτοφυούς φυτείας (γενετικός παράγων), τις εδαφο-κλιματικές συνθήκες, το χρόνο συλλογής και το υψόμετρο.
2. Φασκόμηλο
To Δαλματικό φασκόμηλο ευδοκιμεί σε πολλά κλίματα και σε ποικίλα μικροκλίματα αφού ως αυτοφυές απαντάται σε Μεσογειακές αλλά και σε πολύ βορειότερες χώρες, σε υψόμετρα από 0 έως 1500 μ. Αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες μέχρι -25ο C, αλλά και στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Το Ελληνικό φασκόμηλο είναι πιο προσαρμοσμένο στο δικό μας κλίμα γι' αυτό και ως αυτοφυές δεν έχει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση. Αναπτύσσεται και τα δύο καλύτερα σε συνθήκες πλήρους ηλιοφάνειας.
Όσον αφορά το έδαφος, προτιμά εδάφη μέτριας γονιμότητας, με καλή στράγγιση με pH ουδέτερο ή ελαφρώς όξινο αλλά αποδίδει καλά και σε εδάφη με pH μέχρι 8. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε λοφώδη εδάφη και σε οροπέδια. Ακατάλληλα εδάφη θεωρούνται τα αμμώδη και τα πολύ βαριά.
Το φασκόμηλο έχει χαμηλές απαιτήσεις σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο, καθώς και σε νερό. Γι' αυτό μπορεί να καλλιεργηθεί χωρίς λίπανση και χωρίς αρδεύσεις. Σε ποτιστικές καλλιέργειες υποφέρει περισσότερο από τα ζιζάνια από ό,τι σε ξηρικές, διότι τα ζιζάνια αξιοποιούν το νερό καλύτερα από τα φυτά του φασκόμηλου.
Το φασκόμηλο καλλιεργείται για παραγωγή ξηρής δρόγης (φύλλα) ή αιθερίου ελαίου. Στις συγκομιδές συλλέγεται το υπέργειο τμήμα των φυτών, 5 εκ. πάνω από το σημείο της πρώτης διακλάδωσης του βλαστού, στο στάδιο της πλήρους άνθησης όταν προορίζεται για παραγωγή αιθερίου ελαίου και λίγο πριν την άνθηση, όταν προορίζεται για παραγωγή ξηρής δρόγης.
Όταν οι κλιματολογικές συνθήκες είναι ευνοϊκές και με κατάλληλες καλλιεργητικές φροντίδες (η καλλιέργεια καθαρή από ζιζάνια, πότισμα σε περίοδο ξηρασίας), μπορεί να δώσει και δεύτερη συγκομιδή στις αρχές φθινοπώρου, από το δεύτερο έτος και μετά. Σε περίπτωση δεύτερης συγκομιδής ο καλύτερος συνδυασμός απόδοσης είναι η πρώτη συγκομιδή να γίνεται στο στάδιο της πλήρους άνθησης και να χρησιμοποιείται για παραγωγή αιθερίου ελαίου και η δεύτερη συγκομιδή, που συνήθως έχει λιγότερα άνθη, για δημιουργία ξηρής δρόγης.
Η συγκομιδή στο στάδιο πλήρους άνθησης από φυτεία 2 ετών και άνω, μπορεί να αποδώσει πάνω από τα 1000 ή και τα 1200 κιλά/στρέμ. σε νωπό και σε 400 κιλά περίπου σε ξηρό.
Η φυτεία του φασκόμηλου μπορεί να είναι οικονομικά βιώσιμη μέχρι και 15 χρόνια.
3. Σάλβια σκλάρεα (Αϊγιάννης)
Ευδοκιμεί σε εύκρατα και ηπειρωτικά κλίματα σε υψόμετρα από 0 έως 1100 μέτρα. Αναφέρεται και στη χλωρίδα του Ολύμπου. Το ριζικό σύστημα αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες, ενώ το υπέργειο τμήμα καταστρέφεται. Αναπτύσσεται καλύτερα σε τοποθεσίες που δέχονται φως διάρκειας τουλάχιστον κατά τα ? της ημέρας.
Όσον αφορά το έδαφος, προτιμά χωράφια μέτριας γονιμότητας με καλή στράγγιση. Άριστο pH για τη "S. sclarea" θεωρείται το 6,7. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε λοφώδη εδάφη και σε οροπέδια, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις σε λιπαντικά στοιχεία. Δεν είναι ξηροφυτικό φυτό όπως άλλα είδη φασκόμηλου (S. officinalis, S. triloba και S. pomifera). Ως ξηρική καλλιέργεια μπορεί να καλλιεργηθεί μόνον σε περιοχές, οι οποίες δέχονται τουλάχιστον 600-700 χιλ. βροχής, εκ των οποίων λίγο λιγότερα από τα μισά την άνοιξη και το καλοκαίρι.
4. Θυμάρι το κοινό
Προτιμά τα μέτρια υψόμετρα 400 - 500 μέτρα αλλά ευδοκιμεί και χαμηλότερα σε πεδινά χωράφια ελαφράς σύστασης. Το φυτό δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία ενώ αντέχει και στην έλλειψη νερού, αλλά όταν του παρέχεται, το αξιοποιεί πλήρως.
Καλλιεργείται για την ξηρή του δρόγη, που βρίσκει χρήση ανάλογη της ρίγανης, αλλά και για το αιθέριο έλαιο
Αποδίδει με μια συγκομιδή στο στάδιο της πλήρους άνθησης από το 2ο έτος και μετά περίπου 200 κιλά σε ξηρά φύλλα και άνθη. Το καλλιεργούμενο θυμάρι μπορεί να δώσει και δεύτερη συγκομιδή όταν αρδεύεται ανά δέκα ή δεκαπέντε μέρες τα χρονικά διαστήματα που επικρατούν ξηρασίες όπως συμβαίνει κυρίως το καλοκαίρι
5. Τσάι του βουνού
Με το όνομα τσάι του βουνού ή σιδερίτης στην Κρήτη το λένε μαλοτήρα, αναφέρονται διάφορα είδη του γένους Sideritis, πολλά από τα οποία είναι ενδημικά, αυτοφυή στα βουνά της χώρας μας σε υψόμετρο άνω των 1000 μέτρων και μόνον περιστασιακά χαμηλότερα.
Οι κυριότερες μορφολογικές διαφορές τους συνίστανται στην απόχρωση και το σχήμα των φύλλων, ιδιαίτερα των βράκτιων, στο χνούδι των φύλλων, στο μέγεθος και το χνούδι του κάλυκα και στο μήκος των μεσογονατίων διαστημάτων των ανθοφόρων στελεχών που καθορίζει τη συνεκτικότητα της ταξιανθίας.
Πολλαπλασιάζονται με σπόρο και καλλιεργούνται σχετικά εύκολα, αλλά όσο κατεβαίνουμε υψομετρικά, τόσο τα προβλήματα μεγαλώνουν κυρίως από ζιζάνια αλλά και από εχθρούς (έντομα, αφίδες). Το τσάι του βουνού καλλιεργείται για τα ανθοφόρα στελέχη του. Καταλληλότερη εποχή συγκομιδής είναι το στάδιο της πλήρους άνθησης και όταν τα ανθοφόρα στελέχη αρχίζουν να ξυλοποιούνται.
Μετά τη συγκομιδή τα ανθοφόρα στελέχη πρέπει να ξηραίνονται υπό σκιά ή σε ξηραντήρια. Δείκτης καλής ξήρανσης είναι το δυνατό - ευχάριστο άρωμα και το πρασινοκίτρινο χρώμα. Το κίτρινο χρώμα είναι δείκτης κακής ξήρανσης. Η συνήθης απόδοση σε ξηρά ματσάκια ανθοφόρων στελεχών είναι 100-150 κιλά/στρ.
6. Χαμομήλι
Το χαμομήλι είναι χειμερινό φυτό και όχι εαρινό. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο.
Η σπορά του γίνεται νωρίς ή περί τα μέσα του φθινοπώρου σε χωράφια καλά δουλεμένα ούτως ώστε να μη βγάζουν ζιζάνια τα οποία μειώνουν την παραγωγή και υποβιβάζουν την ποιότητα της δρόγης που δεν είναι ολόκληρο το φυτό παρά μόνον τα άνθη. Όλο το χειμώνα παραμένει ως ροζέτα κυρίως χαμηλά στο έδαφος και με τις πρώτες ζέστες της άνοιξης εκπτύσσει ορθόκλαδα στελέχη που φέρουν τις κεφαλίδες.
Έτσι, μπορεί και εκμεταλλεύεται κατά τον καλύτερο τρόπο την εδαφική υγρασία του χειμώνα και της άνοιξης και καθώς ωριμάζει νωρίς (αρχές έως μέσα Μαΐου) καλλιεργείται χωρίς άρδευση.
Συνήθως δε χρειάζεται λίπανση. Κάποια μικρή όμως πρόσθεση κοπριών (1 τον./στρ.) στο έδαφος αυξάνει την απόδοση και βελτιώνει την ποιότητα. Η απόδοση σε καλές καλλιέργειες είναι κατά μέσον όρο 100 κιλά
χαμομήλι είναι χειμερινό φυτό και όχι εαρινό. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο. Η σπορά του γίνεται νωρίς ή περί τα μέσα του φθινοπώρου σε χωράφια καλά δουλεμένα ούτως ώστε να μη βγάζουν ζιζάνια τα οποία μειώνουν την παραγωγή και υποβιβάζουν την ποιότητα της δρόγης που δεν είναι ολόκληρο το φυτό παρά μόνον τα άνθη. Όλο το χειμώνα παραμένει ως ροζέτα κυρίως χαμηλά στο έδαφος και με τις πρώτες ζέστες της άνοιξης εκπτύσσει ορθόκλαδα στελέχη που φέρουν τις κεφαλίδες. Έτσι, μπορεί και εκμεταλλεύεται κατά τον καλύτερο τρόπο την εδαφική υγρασία του χειμώνα και της άνοιξης και καθώς ωριμάζει νωρίς (αρχές έως μέσα Μαΐου) καλλιεργείται χωρίς άρδευση
7. Τριανταφυλλιά η δαμασκηνή
Η τριανταφυλλιά η δαμασκηνή είναι φυτό της εύκρατης ζώνης, έχοντας ευρέα όρια αντοχής στις χαμηλές και υψηλές θερμοκρασίας. Όπως αναφέρθηκε είναι φυλλοβόλο φυτό που αντέχει το χειμώνα σε χαμηλές θερμοκρασίες μέχρι -15 οC αρκεί να μην είναι εκτεθειμένη σε παγερούς ανέμους. To καλοκαίρι αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες αλλά προτιμά τις θερμοκρασίες ημέρας 17-24 οC. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε ποικιλία εδαφών εκτός από τα συμπαγή, ή τα πολύ αμμώδη. Προτιμά τα εδάφη μέσης σύστασης με pH 6,5-7,5 σε υψόμετρο έως 600 μ. ή και ψηλότερα. Όταν το έδαφος της καλλιέργειάς της είναι βαθύ και σχετικά γόνιμο δε χρειάζεται λιπάνσεις. Είναι λιγότερο απαιτητική σε νερό από τις καλλωπιστικές ποικιλίες. Έτσι σε περιοχές με αρκετή βροχόπτωση μπορεί να καλλιεργηθεί και σε χωράφια μη αρδευόμενα. Καλύτερες αποδόσεις παίρνονται από μέτρια αρδευόμενες καλλιέργειες.
Η φυτεία τριανταφυλλιάς έρχεται σε πλήρη απόδοση το τέταρτο έτος, ενώ η ανθοφορία της αρχίζει το δεύτερο. Η μέση στρεμματική απόδοση σε φυτεία πλήρους ανάπτυξης είναι περίπου 400 κιλά νωπά ροδοπέταλα. Για την παραγωγή 1 λίτρου ροδέλαιου απαιτούνται να αποσταχθούν με ατμό 3-5 τόνοι ροδοπέταλα.
Η συγκομιδή αρχίζει τις πολύ πρωινές ώρες και σταματά κατά τις 10 η ώρα. Η καλύτερη συγκομιδή γίνεται όταν το σύνολο των πετάλων πιάνονται με τα τρία δάκτυλα και τραβιούνται αφήνοντας στο φυτό τον κάλυκα με τους στήμονες. Οι τυχόν συλλεχθέντες στήμονες, ή άλλα μέρη του άνθους εκτός των πετάλων αφαιρούνται πριν την απόσταξη και κατόπιν τα ροδοπέταλα μεταφέρονται στους αποστακτήρες για την παραλαβή του ροδέλαιου.
8. Μέντα
Η μέντα μπορεί να ευδοκιμήσει σε ποικιλία κλιμάτων και εδαφών. Άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης για τη μέντα είναι 17 οC και όταν αρδεύεται τακτικά αντέχει και σε υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Αποδίδει καλύτερα σε εδάφη, βαθιά, πλούσια σε οργανική ουσία που δεν είναι πολύ βαριά, στραγγερά, με τιμή pH 6,5, αλλά και σε pH 6-7,5 δεν παρουσιάζει προβλήματα. Η σχέση των τριών θρεπτικών στοιχείων Ν, P, K, 1:0,4:1.6, αντίστοιχα. Το κάλιο κάνει τη μέντα πιο ανθεκτική στις μυκητολογικές ασθένειες. Οι κοπριές και τα οργανικά εμπορικά λιπάσματα ενδείκνυνται περισσότερο από τα ανόργανα. Η μέντα είναι πολύ απαιτητική σε νερό και σε πολύ θερμό καιρό η καλλιέργεια μπορεί να χρειασθεί και τρία ποτίσματα την εβδομάδα.
H μέντα είναι στείρο υβρίδιο, γι΄αυτό δεν πολλαπλασιάζεται εγγενώς με σπόρο παρά μόνον αγενώς, με ριζώματα μοσχεύματα ή φυτάρια μικροπολλαπλασιασμού.
Η μέντα συγκομίζεται στην αρχή της ανθοφορίας (συνήθως αρχές Ιουλίου), ενώ από καλλιέργειες που είναι εγκατεστημένες σε εύφορα αρδευόμενα χωράφια, μπορεί να γίνει άλλη μία συγκομιδή το Σεπτέμβριο. Η απόδοση σε νωπή χορτομάζα φθάνει ή και ξεπερνάει τα 1000 κιλά/στρ. στην πρώτη συγκομιδή. Η δεύτερη συγκομιδή είναι ίσης ή μικρότερης απόδοσης.
Η απόδοση σε αιθέριο έλαιο από τις δύο συγκομιδές μπορεί να φθάσει τα 8 λίτρα ανά στρέμμα και εξαρτάται κυρίως από την καλλιεργούμενη ποικιλία, το έδαφος, τις επικρατούσες κλιματικές συνθήκες και τις καλλιεργητικές πρακτικές.
Διάφορα έντομα, αφίδες, νηματώδεις κ.ά. προσβάλλουν τη μέντα που αν εξαιρέσει κανείς τους νηματώδεις, δεν προξενούν μεγάλες ζημιές. Το μεγάλο πρόβλημα για τη μέντα είναι οι μυκητιάσεις. Οι φυτείες υποφέρουν συνήθως από βερτιτσιλλιώσεις (Verticillium sp) και σκωριάσεις (Puccinia mentha). Ένα μέτρο περιορισμού της εξάπλωσης των βερτιτσιλλιώσεων και των σκωριάσεων είναι το ξερίζωμα και κάψιμο των προσβεβλημένων φυτών στις βιολoγικές καλλιέργειες, αλλά και στις συμβατικές. Ανεξάρτητα του αν εμφανίσθηκαν στη φυτεία ασθένειες ή όχι, στο ίδιο έδαφος δεν πρέπει να καλλιεργηθεί μέντα, δυόσμος και άλλα συγγενή είδη του γένους mentha για 6 χρόνια.
9) Βασιλικός
Η άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης του βασιλικού είναι 23-25 οC. Ανέχεται πολύ υψηλές θερμοκρασίες εφόσον η ρίζα του είναι υγιής και έχει στη διάθεσή της επαρκή εδαφική υγρασία. Σε θερμοκρασίες κάτω από 7 οC, ιδιαίτερα σε προχωρημένο στάδιο, παθαίνει "σοκ".
Ο βασιλικός είναι πολύ απαιτητικός σε νερό. Έτσι, η καλλιέργειά του απαιτεί πολλές και συχνές αρδεύσεις. Το νερό πρέπει να φθάνει στο έδαφος χωρίς να βρέχονται τα φύλλα και τέτοιοι τρόποι άρδευσης είναι: με αυλάκια ή στάγδην άρδευση. Σε θερμό καιρό η καλλιέργεια πρέπει να ποτίζεται μέρα παρά μέρα.
Ο βασιλικός καλλιεργείται για όλο το υπέργειο μέρος του το οποίο είτε χρησιμοποιείται ως αρτυματικό φυτό, ή ως πρώτη ύλη για την εξαγωγή του αιθερίου ελαίου. Στην πρώτη περίπτωση συγκομίζεται πριν ανθίσει και στη δεύτερη σε πλήρη άνθιση. Ο βασιλικός έχει μεγάλη και γρήγορη αναβλαστική ικανότητα. Όταν συγκομίζονται ολόκληρα τα φυτά σε πλήρη άνθιση, γίνονται μέχρι 3 συγκομιδές, πριν ανθίσουν τα φυτά, μέχρι 6. Όταν συγκομίζονται μόνον οι ταξιανθίες επιτυγχάνεται περισσότερη ποσότητα αιθερίου ελαίου, απαιτούνται όμως και περισσότερα ημερομίσθια συλλογής.
Ο θερισμένος βασιλικός, που προορίζεται είτε για ξηρή δρόγη είτε για αιθέριο έλαιο, πρέπει να ξηραίνεται σε θερμοκρασία κάτω των 40 οC, αφενός για την καλύτερη διατήρηση του χρώματος της ξηρής δρόγης και αφετέρου για καλύτερη ποιότητα και απόδοση αιθερίου ελαίου. Πολλές φορές όμως για ευκολία ξήρανσης ο θερισμένος βασιλικός αφήνεται για μία μέρα στο χωράφι για να χάσει κάποια υγρασία και μετά μεταφέρεται για ξήρανση σε ειδικά ξηραντήρια.
Η απόδοση του πλατύφυλλου βασιλικού σε χλωρή μάζα ολόκληρου φυτού σε γόνιμα χωράφια μπορεί να φθάσει και τους δύο τόνους ανά συγκομιδή. Μετά την ξήρανση μένει περίπου το 20%.
10. Λεβάντα
Το κλίμα, το έδαφος, το υψόμετρο ακόμη και η έκθεση της καλλιέργειας, βορινή-νότια ή δυτική-ανατολική, παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη των φυτών και στην περιεκτικότητα και τη σύνθεση του αιθερίου ελαίου. Έτσι η ίδια ποικιλία ή και ο ίδιος χημειότυπος, είναι δυνατό να δίνουν αιθέριο έλαιο διαφορετικής σύστασης, ανάλογα με την τοποθεσία όπου καλλιεργείται.
Η λεβάντα ευδοκιμεί σε μικροκλίματα όπου επικρατούν αρκετά χαμηλές θερμοκρασίες το χειμώνα, αλλά δε συμβαίνουν συχνοί ανοιξιάτικοι παγετοί και ούτε επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες. το καλοκαίρι. Τέτοια μικροκλίματα βρίσκονται σε υπήνεμες τοποθεσίες με υψόμετρο 600-1200 μ. με κάποια κλίση (2-10%). H L. angustifolia προτιμά υψόμετρο 600-1200 μ. και η L. hybrida υψόμετρο 400-700, ενώ η L. latifolia αναπτύσσεται πολύ καλά σε πεδινά εδάφη και μέχρι 600 μέτρα υψόμετρο. Από όλες τις λεβάντες το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η γνήσια λεβάντα
Μπορεί να καλλιεργηθεί σε ξηρικά χωράφια μόνο σε κλίματα όπου δέχονται δυο-τρεις καλές ανοιξιάτικες και μια-δύο καλοκαιρινές βροχές. Σε όλα τα είδη της λεβάντας το συγκομιζόμενο τμήμα του φυτού είναι τα ανθοφόρα στελέχη τα οποία χρησιμοποιούνται και για την εξαγωγή του αιθερίου ελαίου. Το κόψιμο γίνεται με δρεπάνια με κοινές χορτοκοπτικές μηχανές ή με ειδικές μηχανές συγκομιδής λεβάντας. Η συγκομιδή με όποιο τρόπο και να γίνεται πρέπει να ξεκινά αργά το πρωί αφού "σηκωθεί" η πρωινή δροσιά. Όταν η απόσταξη γίνεται σε μεγάλο υψόμετρο, επειδή γίνεται κάτω από τους 100 oC, η σύσταση στα επιθυμητά συστατικά του αιθερίου ελαίου είναι η καλύτερη.
Η καλλιέργεια φθάνει σε κανονική απόδοση στο 3ο-4ο έτος της ηλικίας της που μπορεί να διαρκέσει άλλα 6-7 ή και περισσότερα χρόνια. Η απόδοση σε ανθοφόρα στελέχη εξαρτάται κυρίως από το καλλιεργούμενο είδος λεβάντας. Ένα στρέμμα γνήσιας λεβάντας (Lanandula angustifolia) παράγει μέχρι 100 κιλά το 1ο, 200-250 κιλά το 2ο, 300-350 κιλά το 3ο, και 400 - 500 κιλά νωπών ανθοφόρων στελεχών κατά το 4ο έτος ανάλογα με τις καλλιεργητικές φροντίδες, το χωράφι, και την ποικιλία της λεβάντας. Τα υβρίδια αποδίδουν περισσότερο προϊόν, νωπό και αιθέριο έλαιο χαμηλότερης όμως ποιότητας.
11. Μάραθος
Η άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης του μάραθου είναι 18-25 oC, με όρια ανάπτυξης 4 -35 oC και όρια αντοχής 0-40 oC. Αποδίδει καλά σε εδάφη μέσης σύστασης, πλούσια σε οργανική ουσία, καλά στραγγιζόμενα, με καλό πορώδες μέχρι βάθους 50 εκ., με ενεργό ασβέστιο<10% και τιμή pH 6-7.
Οι μέχρι τώρα καλλιεργούμενες ποικιλίες δεν αντιδρούν πάντα θετικά στην ανόργανο λίπανση αζώτου. Όσον αφορά το φώσφορο και το κάλιο, οι απαιτήσεις του είναι μέτριες και οι ποσότητες που υπάρχουν σε ένα καλό γεωργικό έδαφος είναι επαρκείς. Η βιολογική καλλιέργεια του μάραθου αποδίδει μάλλον καλύτερα από τη συμβατική.
Η απόδοση των 200 κιλών/στρέμ. θεωρείται πολύ καλή
Η ανόργανη λίπανση στις συμβατικές καλλιέργειες πρέπει να γίνεται βάσει εδαφολογικής ανάλυσης και σε ένα έδαφος μέσης σύστασης, δεν πρέπει να ξεπερνά τις 10 μονάδες Αζώτου σε αμμωνιακή μορφή, 7 μονάδες Φωσφόρου και 12 μονάδες Καλίου ανά στρέμμα σε βασική εφαρμογή. Το νιτρικό άζωτο με επιφανειακές εφαρμογές πρέπει να αποφεύγεται.
Aν και οι απαιτήσεις σε νερό είναι μέτριες συμφέρει να καλλιεργείται σε αρδευόμενα χωράφια, γιατί σε άνομβρες χρονιές η απόδοση δεν ξεπερνά τα 50 κιλά/στρ., ενώ στα αρδευόμενα μπορεί να φθάσει μέχρι 200 κιλά/ στρ.
12. Μελισσόχορτο
Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και πεδινές δροσερές περιοχές, σε πλούσια εδάφη, ποτιστικά, καλώς στραγγιζόμενα. To χειμώνα, το υπέργειο τμήμα με τις πρώτες πάχνες καταστρέφεται και διαχειμάζει μόνο το πλούσιο και σχετικά αβαθές ριζικό του σύστημα. Απαιτεί pH εδάφους μεταξύ 6 και 7. Αυτή η τιμή του pH βοηθάει την πρόσληψη του φωσφόρου από το έδαφος.
Η καλλιέργεια του μελισσόχορτου έχει ανάγκη κυρίως από ικανή λίπανση αζώτου και μετά ακολουθεί ο φώσφορος και το κάλιο. Η σχέση των στοιχείων των μονάδων λίπανσης του Ν, P και Κ, είναι 2:1,5:1. Όταν το Ν είναι σε μεγαλύτερη αναλογία σε σχέση με τα άλλα θρεπτικά στοιχεία, παρουσιάζονται τροφοπενίες φωσφόρου και ιχνοστοιχείων Fe, Cu και Zn. Οι απαιτούμενες μονάδες λίπανσης Ν σε ένα μέτριο χωράφι είναι κατά μέσο όρο 15 μονάδες. Η μισή ποσότητα προστίθεται το χειμώνα, σε βασική μορφή (οργανικό Ν, ή αμμωνιακή μορφή) μαζί με το φωσφόρο και το κάλιο και η υπόλοιπη σε δύο επιφανειακές δόσεις (συνήθως νιτρική αμμωνία).
13. Ύσσωπος
Ευδοκιμεί σε θερμά και ψυχρά κλίματα καθόσον αντέχει στις υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού αλλά και στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Αναπτύσσεται πολύ καλά σε πεδινά εδάφη αλλά και σε υψόμετρα μέχρι 400 μέτρων. Προτιμά συνθήκες πλήρους ηλιοφάνειας και εδάφη που έχουν καλή στράγγιση με pH 6,7. Ακατάλληλα εδάφη θεωρούνται μόνον τα πολύ βαριά. Ο ύσσωπος έχει μέτριες απαιτήσεις σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο. Μπορεί να καλλιεργηθεί σε ποτιστικά αλλά και ξηρικά χωράφια που έχουν τουλάχιστον 550 χιλ. βροχής με καλή κατανομή (το 30 % την άνοιξη και το 20% το καλοκαίρι).
Πολλαπλασιάζεται με σπόρο, παραφυάδες και μοσχεύματα. Η πιο ενδεδειγμένη μέθοδος πολλαπλασιασμού για τον ύσσωπο είναι με χρήση σπόρου
14. Μαντζουράνα
Η μαντζουράνα έχει πιο πλαστικό γενετικό χαρακτήρα από τη ρίγανη. Υπάρχουν ποικιλίες που είναι περισσότερο και άλλες λιγότερο θερμοαπαιτητικές από τη ρίγανη. Φυτά ματζουράνας σε γραμμές παρατηρήσεων στο Κ. Γ. E. Μ. Θ., προερχόμενα από διάφορους κήπους της Στερεάς Ελλάδας και Μακεδονίας, δεν έχασαν το φύλλωμά τους το χειμώνα (2004-2005), σε αντίθεση με τη ρίγανη, όπου όλοι οι γενότυποι της συλλογής απώλεσαν το υπέργειο τμήμα τους από τις παγωνιές. Η ματζουράνα απαιτεί γονιμότερα εδάφη από τη ρίγανη και είναι πιο απαιτητική σε νερό.
Ο τρόπος πολλαπλασιασμού και η εποχή εγκατάστασης της καλλιέργειας ματζουράνας είναι ίδιος με τη ρίγανη
15. Βαλσαμόχορτο
Ως αυτοφυές προτιμά ηλιόλουστες θέσεις και εδάφη που σχηματίσθηκαν από ασβεστολιθικά πετρώματα που έχουν pH μέχρι 8. Οι καλλιέργειες αποδίδουν καλά και σε ελαφρώς όξινα εδάφη μέχρι pH 6, αρκεί να στραγγίζουν καλά. Δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία και νερό.
Το βαλσαμόχορτο πολλαπλασιάζεται με σπόρο. Η εγκατάσταση της καλλιέργειας γίνεται νωρίς την άνοιξη όταν η μέση θερμοκρασία του εδάφους είναι 10 οC, ανεξάρτητα εάν υπάρχει ακόμη πιθανότητα παγετού ή όχι.
Το φυτό καλλιεργείται για τη δρόγη του που αποτελείται από τις αποξηραμένες ανθοφόρες κορυφές και τα φύλλα του φυτού. Η καλλιέργεια φθάνει σε πλήρη απόδοση το δεύτερο έτος. Η συλλογή του υπεργείου τμήματος των φυτών γίνεται στο στάδιο ανθοφορίας και ακολουθεί η ξήρανση σε ξηραντήρια με ελεγχόμενες συνθήκες και συσκευάζονται σε μορφή αποξηραμένης δρόγης. Η απόδοση σε ξηρή δρόγη σε ξηρικές καλλιέργειες μπορεί να φθάσει τα 120 κιλά/στρέμμα.
Χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη σε φαρμακευτικές βιομηχανίες. Οι εξωτερικές χρήσεις σε εκχυλίσματα λαδιού για την επούλωση πληγών στη λαϊκή ιατρική είναι ελεύθερες, τα αφεψήματά του (τα τσάγια του) όμως για τις ήπιες αντικαταθλιπτικές του ιδιότητες πρέπει να γίνονται με μέτρο γιατί υπάρχουν από ερευνητές κάποιες υποψίες ότι επηρεάζει αρνητικά το ανοσοποιητικό σύστημα.
16. Γλυκύρριζα
Πολλαπλασιάζεται με σπόρο, ριζώματα και παραφυάδες. Τα σπορόφυτα ετοιμάζονται Φεβρουάριο -Μάρτιο σε θερμοκήπιο και κατόπιν όταν τα φυτά είναι έτοιμα μεταφυτεύονται στο χωράφι. H μεταφύτευση να γίνεται καλύτερα μέχρι το τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου και όχι αργότερα από τις 20 Μαΐου.
Από άποψη εδάφους όλα τα είδη ευδοκιμούν σε χαλαρά αμμουδερά και υγρά εδάφη, πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία και οργανική ουσία. Η γλυκύρριζα απαιτεί αραιά αλλά πολύ καλά ποτίσματα (50-70 χιλιοστά τη φορά).
Η συγκομιδή των ριζών γίνεται το φθινόπωρο, το τρίτο ή το τέταρτο έτος της φυτείας. Συγκομίζονται όλα τα υπόγεια μέρη του φυτού, σκάβοντας σε βάθος 60-90 εκ. γύρω από το φυτό. Οι περισσότερες ρίζες και ριζώματα βρίσκονται μέχρι το βάθος των 60 εκ. Τα επιφανειακά ριζώματα είναι καλύτερης ποιότητας Η συγκομιδή μπορεί να συνεχισθεί έως το τέλος Μαρτίου πριν βγουν οι νέοι βλαστοί, διότι μέχρι τότε οι ρίζες έχουν καλή ποιότητα επειδή είναι χυμώδεις.
Η απόδοση είναι μέχρι 2 έως 2,5 τόνους στο στρέμμα. Οι ρίζες πλένονται, καθαρίζονται, ξηραίνονται, τεμαχίζονται σε μικρά τμήματα και συσκευάζονται για να πωληθούν αργότερα ως έχουν, ή μεταφέρονται σε εργοστάσια για την κατεργασία τους σε διάφορα προϊόντα που παραλαμβάνονται από το χυμό των ριζών
17. Σινάπια
Τα σινάπια είναι φυτά με σύντομο βιολογικό κύκλο γι' αυτό και ευδοκιμούν σε όλα τα κλίματα που έχουν τουλάχιστον δύο μήνες με μέσες θερμοκρασίες ημέρας πάνω από 14ο C. Στο νεανικό στάδιο της ροζέτας αντέχουν στις πάχνες των πρώτων μηνών της Άνοιξης. Έτσι μπορεί να καλλιεργηθούν και στα βορειότερα μέρη της Ευρώπης ή άλλων Ηπείρων και σε πολλά είδη εδαφών, με pH ουδέτερο. Τα σινάπια δεν είναι απαιτητικά φυτά σε θρεπτικά στοιχεία αλλά φυσικά η απόδοσή τους είναι ανάλογη με τη γονιμότητα του εδάφους καθόσον μπορούν και εκμεταλλεύονται και πλούσιες εισροές νερού και θρεπτικών συστατικών. Όταν σπαρθούν πρώϊμα (τέλος χειμώνα) μπορούν να δώσουν καλή παραγωγή χωρίς καθόλου άρδευση
Το σινάπια πολλαπλασιάζονται πολύ εύκολα με σπόρο. Ο σπόρος τους κρατά τη βλαστική του ικανότητα τουλάχιστον για 10 χρόνια και φυτρώνει σε πολύ σύντομο χρόνο. Σε μέση θερμοκρασία 18ο C φυτρώνει σε τρεις ημέρες.
18. Καλέντουλα
Καλλιεργείται σε όλα τα κλίματα, ως ετήσιο φυτό, κατά τη διάρκεια της θερμής περιόδου κάθε περιοχής. Ευδοκιμεί και αναπτύσσεται άριστα σε θερμοκρασίες πάνω από 18ο C, αλλά αντέχει και στις υψηλές θερμοκρασίες καύσωνος του καλοκαιριού, όταν το έδαφος έχει επαρκή υγρασία. Αποδίδει καλύτερα σε πλήρη ηλιοφάνεια. Άριστο pH εδάφους είναι οι τιμές 6,0-7,0. Το φυτό δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις στη λίπανση, αντιδρά θετικά σε μικρές ποσότητες οργανικής λίπανσης, αλλά και ανόργανης και προτιμά αμμοπηλώδη εδάφη καλά στραγγιζόμενα. Η καλλιέργεια της καλέντουλας απαιτεί κανονικές αρδεύσεις και μπορεί να αξιοποιήσει και τα πιο άγονα χωράφια, με προσθήκη ενός έως δύο τον. χωνεμένης κοπριάς ανά στρέμμα. Καθόσον οι συνολικές απαιτήσεις της καλέντουλας σε λιπαντικά στοιχεία ανά στρέμμα είναι 4-8 μονάδες Ν, 2,5-5 μονάδες P2O5 και 3,55-7 μονάδες K2 O.
Η καλεντούλα πολλαπλασιάζεται με σπόρο. Ο σπόρος είναι αρκετά μεγάλος, περίπου 50-60 σπόροι ανά γρ.
19. Εχινάτσεα
Η E. angustifolia μπορεί να καλλιεργηθεί σε χώρες με εύκρατο και ηπειρωτικό κλίμα, αφού απαντάται αυτοφυής και στον Καναδά, ενώ η Ε. purpurea κυρίως σε χώρες που έχουν εύκρατα κλίμα. Προτιμούν ηλιόλουστες περιοχές με εδάφη πετρώδη, ελαφρά καλώς στραγγιζόμενα και pH ουδέτερο. Έχουν μέτριες απαιτήσεις σε θρεπτικά συστατικά ενώ χαρακτηρίζονται ως μάλλον απαιτητικά φυτά σε νερό.
Τρόπος πολλαπλασιασμού και εποχή εγκατάστασης της καλλιέργειας
Πολλαπλασιάζεται με σπόρο. Οι σπόροι μετά την συγκομιδή τους βρίσκονται σε λήθαργο. Για να φυτρώσουν την επόμενη άνοιξη πρέπει να τοποθετηθούν κατά τη διάρκεια του χειμώνα σε υγρή στρωμάτωση σε αδρανές υλικό (άμμο ή διογκωμένο περλίτη) από 2 3 βδομάδες για την E. purpurea έως και 2 μήνες για την E. angustifolia.
20. Τανάτσετο
Είναι φυτό που στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα δεν παρουσιάζει απώλειες, ούτε στο ριζικό του σύστημα, αλλά ούτε και στο υπέργειο τμήμα του. Από πλευράς εδάφους προτιμά πλούσια χουμώδη, στραγγερά χωράφια με τιμές pH 6-7. Όταν καλλιεργείται σε τέτοια χωράφια δεν χρειάζεται πρόσθετες λιπάνσεις. Είναι φυτό που εκμεταλλεύεται καλά την υγρασία του εδάφους του χειμώνα και έτσι αμέσως με τις πρώτες ζέστες της άνοιξης αναπτύσσεται γρήγορα χωρίς αρδεύσεις, αργότερα όμως χρειάζεται ποτίσματα μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Μπορεί να καλλιεργηθεί στην Ελλάδα, αλλά μόνο σε αρδευόμενα χωράφια κατά προτίμηση με στάγδην άρδευση.
Το τανάτσετο πολλαπλασιάζεται με σπόρο. Ο σπόρος του είναι μικρός (7-8000 σπόροι/γρ) και δεν ενδείκνυται για απευθείας σπορά. Η σπορά σε σπορείο μπορεί να γίνει από τα μέσα του χειμώνα σε θερμοκήπιο για να είναι τα φυτάρια έτοιμα για μεταφύτευση στο χωράφι νωρίς την άνοιξη έως το τέλος Απριλίου, όταν η μέση θερμοκρασία εδάφους είναι 10-12ο C. Για κάθε στρέμμα που θα καλλιεργηθεί με γυμνόρριζα σπορόφυτα
21. Μπελαντόνα
Ευδοκιμεί σε ημιορεινές και πεδινές δροσερές περιοχές και σε εδάφη μέσης σύστασης, καλώς στραγγιζόμενα, σε εύκρατα και ηπειρωτικά κλίματα. To χειμώνα, με τις πρώτες παγωνιές, ο βλαστός καταστρέφεται, ενώ το ριζικό του σύστημα επιζεί και ξαναδίνει βλαστούς την επόμενη άνοιξη. Η καλλιέργεια της Μπελαντόνα έχει ανάγκη από μέτρια λίπανση αζώτου φωσφόρου και καλίου. Η σχέση των στοιχείων των μονάδων λίπανσης του Ν, P και Κ, πρέπει να είναι 1,5:1:1. Οι απαιτούμενες μονάδες λίπανσης Ν, σε ένα χωράφι μέτριας γονιμότητας, είναι 10 μονάδες κατά μέσο όρο. Η μισή πρέπει να εφαρμόζεται σε βασική μορφή (οργανικό Ν, ή αμμωνιακή μορφή), μαζί με τον φωσφόρο και το κάλιο, κατά το χειμώνα και η υπόλοιπη σε δύο επιφανειακές δόσεις (νιτρική αμμωνία) την άνοιξη. Ειδικότερα, η πρώτη το τρίτο δεκαήμερο του Απριλίου και η δεύτερη μετά 2 εβδομάδες.
Οι τυχόν αρδεύσεις μετά την εφαρμογή των επιφανειακών λιπασμάτων πρέπει να είναι ελαφρές, για να μη χάνεται η νιτρική μορφή του Ν προς βαθύτερα στρώματα. Στις βιολογικές καλλιέργειες μπορούν να προστεθούν μέχρι 2 τον. χωνεμένης κοπριάς, οπότε δε χρειάζονται άλλες λιπάνσεις. Η φυτεία της Μπελαντόνα χωρίς άρδευση σε περιόδους ξηρασίας σταματά την ανάπτυξη και έτσι περιορίζεται η απόδοση σε φύλλα και ρίζα για τα οποία καλλιεργείται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου