«Το τσοπανηλίκι δεν έχει γιορτές και αργίες, γι αυτό τον λόγο δεν το αντέχουν τα καινούργια παιδιά. Συμφέρει οικονομικά, αλλά σε δεσμεύει. Ο γιος μου είναι φιλόλογος στις Σέρρες και η κόρη μου λογίστρια στη Θεσσαλονίκη, δεν πρόκειται να συνεχίσουν αυτή τη δουλειά. Όσο αντέξω εγώ, μετά πάει το κοπάδι».
ΤΟ ΠΙΟ ΠΑΧΥ ΓΑΛΑ
Ο Χρήστος Λαϊνάς, από το Μεγαλοχώρι Σερρών, έχει 150 βουβάλια, από τα περίπου χίλια που υπάρχουν στην περιοχή. «Οι βουβάλες κατεβάζουν κατά μέσο όρο πέντε έξι κιλά γάλα την ημέρα, αλλά φτάνουν και τα δέκα, ανάλογα με την τροφή που τρώνε. Κάμποσο απ’ αυτό πίνουν τα μωρά τους, το υπόλοιπο τα δικά μας παιδιά, φτιάχνουμε και λίγο τυρί. Έχει πολλά λιπαρά το γάλα τους, περισσότερο κι από το πρόβειο. Αν και παχύ, όμως, δεν είναι βαρύ και δεν σου φέρνει δίψα. Όχι σαν το πρόβειο, που αφού το πιεις ρουφάς νερό για ώρες μετά. Μας το ζητούν πολλοί, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε χέρια να το αρμέξουμε». Πράγματι, το λιγοστό βουβαλίσιο γάλα, που διατίθεται στο εμπόριο, είναι φημισμένο και το κυνηγούν μερικοί μερακλήδες ζαχαροπλάστες και τυροκόμοι, για να φτιάξουν γιαούρτια και τυριά για εκλεκτούς πελάτες. Τα βουβάλια είναι ήρεμα και «βαριά» ζώα, που τρώνε τα πάντα, δεν λένε όχι σε κανένα χόρτο, ενώ αγαπούν πολύ τον βούρκο, όπως και τα γουρούνια, επειδή δεν αντέχουν τη ζέστη. Παίζει ρόλο και το μαύρο χρώμα τους που τραβάει τον ήλιο. Όμως, παρ’ όλο που έχουν χοντρό δέρμα, δεν αντέχουν ούτε το κρύο, επειδή δεν έχουν λίπος από κάτω.
ΒΟΥΒΑΛΑ ΣΤΗ ΓΑΣΤΡΑ
Ο κυρ Χρήστος παινεύει το βουβαλίσιο κρέας, το οποίο μαγειρεύεται βραστό, πάντα σε σιγανή φωτιά, σε αντίθεση με το μοσχαρίσιο, το οποίο μπορεί να γίνει και στα κάρβουνα. Γευστική απόλαυση αποτελεί και η βουβάλα στη γάστρα ή το ριγανάτο, ενώ από το ίδιο κρέας κόβεται ωραίος κιμάς. Όσο για τις αγελάδες, ο κτηνοτρόφος δεν τις έχει σε μεγάλη υπόληψη: «Κάνουν ένα σωρό γάλα, 20-30 κιλά την ημέρα, αλλά είναι σκέτο νεράκι, καμία σχέση δεν έχει με το βουβαλίσιο. Τα μοσχάρια τα σφάζουν στο χρόνο επάνω, όταν έχουν φτάσει τα 200 κιλά. Τα βουβάλια δεν έχουν τόσο μεγάλη ανάπτυξη, στους δεκάξι μήνες που τα σφάζουν είναι ζήτημα να φτάνουν τα 100 κιλά. Μόνο τ’ αρσενικά σφάζουμε, τα θηλυκά πολύ σπάνια».
ΦΤΙΑΧΝΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΤΙΣ ΓΚΛΙΤΣΕΣ
Όταν βόσκει το κοπάδι του ο κυρ Χρήστος στηρίζεται σε μια γκλίτσα που έφτιαξε ο ίδιος από βουνίσια ξύλα. «Η οξιά δεν αντέχει και το ξύλο της σκάει. Προτιμώ τις γυριστές ρίζες από σμιλιάρια ή γάβρια, πρώτα τις λυγάω και μετά τις πελεκάω, πώς αλλιώς να περάσει όλη η μέρα;». Στην ερώτηση τι σκέφτεται τις ατέλειωτες ώρες που βόσκει τα βουβάλια, απαντάει: «Παίζω στο μυαλό μου εννιάρες και τριάρες, γι αυτό είμαι άσσος στα μαθηματικά. Δεν χρειάζομαι χαρτί και μολύβι για να κάνω λογαριασμούς όταν πουλάω ένα ζώο».