34 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗΝ ΕΟΚ (28/5/1979)
Από τον Βύρων Θεοδωρόπουλος Πρέσβης ε.τ. γράφτηκε τον Ιούλιο 2009
Ι
Το χρονόμετρο του κριτή σταματάει, όταν ο αθλητής κόβει το νήμα στο τέρμα του δρόμου. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι στις 28 Μαΐου 1979 κόψαμε το νήμα στο αγώνισμα της ένταξης στην Ευρώπη. Πότε όμως έδωσε ο αφέτης το σήμα να αρχίσουμε να τρέχουμε; Η εύλογη απάντηση θα ήταν το 1975, όταν η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε να ζητήσει την ένταξη. Και όμως θα έλεγα ότι η πορεία μας προς την Ευρώπη άρχισε όχι τριάντα, αλλά πενήντα ολόκληρα χρόνια νωρίτερα, όταν αποφασίσαμε να επιδιώξουμε την έστω και απλή σύνδεσή μας με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).
ΙΙ
Το 1957 η Συνθήκη της Ρώμης έθεσε τα θεσμικά θεμέλια της οργανωμένης ευρωπαϊκής συνεργασίας, διευρύνοντας την αρχική Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) των ΄Εξι, που ήταν περιορισμένη στον άνθρακα και το χάλυβα, και ιδρύοντας την ΕΟΚ. Αλλά σχεδόν αμέσως μετά οι ΄Αγγλοι έστησαν όπως-όπως τη λεγόμενη Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών, την EFTA, για να υπονομεύσουν και να παρεμποδίσουν την περαιτέρω ανάπτυξη της ΕΟΚ. Βρεθήκαμε τότε σε ένα δίλημμα.
Να επιδιώξουμε έστω και την απλή σύνδεση με την ΕΟΚ, μια και η κατάσταση της οικονομίας μας δεν επέτρεπε την συμμετοχή μας ώς πλήρους μέλους, ή να προτιμήσουμε να γίνουμε πλήρες μέλος της EFTA, στην οποίαν μας καλούσαν οι ΄Αγγλοι. Μια επιτροπή υπό τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου επεξεργάσθηκε τα οικονομικά στοιχεία των δύο λύσεων. Αλλά την απόφαση να επιδιώξουμε μόνο τη σύνδεση με την ΕΟΚ την έλαβε τότε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με βάση όχι τα οικονομικά δεδομένα, αλλά με κριτήριο καθαρά πολιτικό. Γιατί είχε από τότε διαισθανθεί ότι η ΕΟΚ κοίταζε προς το μέλλον, ενώ η EFTA ήταν μόνο ένα πρόσκαιρο δημιούργημα της αγγλικής πολιτικής. Πράγματι, λίγα χρόνια αργότερα η EFTA διαλύθηκε και οι ίδιοι οι Άγγλοι ζήτησαν να προσχωρήσουν και αυτοί στην ΕΟΚ.
Η υποβολή της αιτήσής μας για σύνδεση προκάλεσε έντονο φθόνο της Τουρκίας. Υπηρετούσα τότε στην ΄Αγκυρα και όπως μου έλεγαν νεαροί Τούρκοι συνάδελφοι, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Ζορλού εξεμάνη, όταν έμαθε ότι η Ελλάδα υπέβαλε τέτοια αίτηση και απαίτησε να υποβληθεί εντός ημερών αντίστοιχο αίτημα και από την Τουρκία. ΄Ετσι και έγινε. Πράγματι το 1959 άρχισαν οι σχετικές διαπραγματεύσεις. Και οι μεν δικές μας ολοκληρώθηκαν το 1961, ενώ οι τουρκικές δύο χρόνια αργότερα. Αλλά ενώ η Τουρκία προσπαθούσε επί δύο σχεδόν δεκαετίες να ολοκληρώσει τη συμφωνία σύνδεσης, η Ελλάδα ήδη το 1975 είχε ουσιαστικά ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις της. Και αυτό παρά το γεγονός ότι από το 1967 ως το 1974 μεσολάβησε η δικτατορία, κατά τη διάρκεια της οποίας η ΕΟΚ «πάγωσε» τις σχέσεις με την Ελλάδα. Στην πραγματικότητα δηλαδή πάγωσε εκείνες τις διατάξεις της συμφωνίας που έδιναν κάποιο πλεονέκτημα, ενώ χωρίς αντίρρηση δεχόταν να εξακολουθούμε να εφαρμόζουμε τις συμφωνημένες μειώσεις του δασμολογίου προς όφελος βέβαια των κοινοτικών.
Μετά τη μεταπολίτευση η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να ζητήσει την πλήρη ένταξη. Η αίτησή μας συνάντησε, όπως ήταν φυσικό, πολλούς ενδοιασμούς από μέρους των κοινοτικών, που εν τω μεταξύ είχαν γίνει εννέα με την προσχώρηση της Αγγλίας, της Δανίας και της Ιρλανδίας. Πρώτον, υπήρχαν αμφιβολίες, αν η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος των υποχρεώσεων ενός πλήρους μέλους της Κοινότητος. Δεύτερον, αν η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα μετά το τέλος της δικτατορίας είχε πράγματι εδραιώσει τους δημοκρατκούς θεσμούς. Και τρίτον, αν οι διεθνείς σχέσεις της Ελλάδος την έκαναν αποδεκτή στην Κοινότητα, γιατί η επικίνδυνη ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο προβλημάτιζε τους Ευρωπαίους, οι οποίοι φυσικά δεν ήθελαν ένας μελλοντικός εταίρος να τους φορτώσει με τα δικά του επικίνδυνα προβλήματα.
ΙΙΙ
Ως προς το πρώτο σκέλος των κοινοτικών ενδοιασμών έπρεπε λοιπόν η Κοινότητα να κάνει κάποια λεπτομερέστερη αποτίμηση της ελληνικής οικονομίας. Για να εξακριβώσει τα πραγματικά δεδομένα και τις δυνατότητές της έστειλε στην Ελλάδα ομάδες εμπειρογνωμόνων της Κομισιόν για να κάνουν την «ακτινογραφία», όπως την αποκαλούσαν, της ελληνικής οικονομίας. Τα πορίσματά τους ήταν επιφυλακτικά και γι’ αυτό η Κομισιόν κατέληξε στην πρόταση να υπάρξει μια «μεταβατική περίοδος» πέντε ετών πριν προχωρήσει η Ελλάδα στην πλήρη ένταξη. Πρόταση, που βεβαίως δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική για μας.
Αλλά στο δεύτερο σκέλος, οι πολιτικής φύσεως ενδοιασμοί για τη συμμετοχή της Ελλάδος ήταν ακόμη πιο σοβαρό εμπόδιο. Η άμεση μεταδικτατορική εποχή δεν είχε πείσει ότι η χώρα έμπαινε πια σε μια νέα περίοδο εσωτερικής, δημοκρατικής σταθερότητας. Γι’ αυτό ο Καραμανλής ενεργοποίησε τότε εντατικά το διπλωματικό μας μηχανισμό τόσο στις πρωτεύουσες των μελών όσο και στις Βρυξέλλες, αλλά κυρίως κινήθηκε ο ίδιος με παρεμβάσεις προς τους πρωθυπουργούς των μελών για να τους πείσει ότι η Ελλάδα ήταν πια σταθερά σε μια δημοκρατική τροχιά. ΄Ολη αυτή η προσπάθειά του όμως στηρίχτηκε ουσιαστικά και έμπρακτα από την κατεύθυνση που έδωσε στη χώρα πολιτικά και οικονομικά, με αποτέλεσμα να πεισθούν οι μελλοντικοί εταίροι μας πως η Ελλάς είχε πράγματι τη δυνατότητα να εκπληρώσει όλες τις προϋποθέσεις για να γίνει πλήρες μέλος.
Το τρίτο σκέλος των κοινοτικών ενδοιασμών ήταν οι τεταμένες σχέσεις μας με την Τουρκία. Αποφάσισε τότε ο Καραμανλής να προχωρήσει σε διάλογο με την Τουρκία με τη σκέψη ότι, αν μεν ο διάλογος κατέληγε θετικά, θα ήταν όφελος για την Ελλάδα. αν δε δεν απέδιδε καρπούς, θα είχε τουλάχιστον αποδείξει στους μελλοντικούς εταίρους μας ότι από ελληνικής πλευράς υπήρχε η θετική διάθεση. Πράγματι, περί τα τέλη του 1976 μετά από συνάντηση των Πρωθυπουργών Ελλάδος και Τουρκίας άρχισε ένας παρατεταμένος διάλογος σε διπλωματικό επίπεδο. Είχα επιφορτισθεί με τη διεξαγωγή του, παράλληλα με τα άλλα καθήκοντά μου ως Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών και ως Προέδρου της Κεντρικής Επιτροπής Διαπραγματεύσεων με την ΕΟΚ. Ο παρατεταμένος διάλογος με τον Τούρκο ομόλογό μου δεν απέδωσε σε ό,τι αφορά τις διμερείς σχέσεις. Τουλάχιστον όμως έδειξε σαφώς στους κοινοτικούς ότι είχαμε όλη την καλή θέληση να εξασφαλίσουμε την ειρηνική συμβίωση με τους γείτονές μας. Και αυτό το στοιχείο διευκόλυνε την έναρξη και την πορεία της διαπραγμάτευσής μας για την ένταξη.
IV
Και έτσι από τα μέσα του 1976 άρχισε η κυρίως διαπραγμάτευση. Χρησιμοποιώ τη λέξη αυτή για να τη συνοδεύσω με δύο διευκρινίσεις, αφενός για τον στόχο, αφετέρου δε για το αντικείμενό της.
Πρώτον, ο στόχος της ήταν περιορισμένος. Γιατί στην ουσία δεν επρόκειτο για «αναδιαπραγμάτευση» της Συνθήκης της Ρώμης. Οι τότε εννέα εταίροι ξεκινούσαν με αφετηρία αυτή και δεν είχαν καμμία πρόθεση να την αναθεωρήσουν για να δεχθούν την Ελλάδα. Συνεπώς, ο κύριος ουσιαστικά στόχος των συνομιλιών ήταν ο καθορισμός των μεταβατικών περιόδων, μέσα στις οποίες θα έπρεπε η Ελλάς να εφαρμόσει τα όσα ίσχυαν ως τότε στην ΕΟΚ, και η διαμόρφωση των μεθόδων σταδιακής εφαρμογής τους.
Δεύτερο αντικείμενο της διαπραγμάτευσης ήταν ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων που έπρεπε να ρυθμισθούν για να εναρμονισθεί η ελληνική με την κοινοτική νομοθεσία και πρακτική, από η διακίνηση των προσώπων μέχρι το τερεβινθέλαιο, από τις στατιστικές μεθόδους ελέγχου της οικονομίας μέχρι τα πρώιμα αγγούρια της Κρήτης στη αγορά του Μονάχου. Αυτή η ιδιομορφία του αντικειμένου που συζητούσαμε υπαγόρευε στην πραγματικότητα να γίνεται όχι μία, αλλά.....τέσσερις διαφορετικές παράλληλες και αλληλένδετες διαπραγματεύσεις.
Η πρώτη και πιο ορατή, επίσημη ας πούμε, ήταν γύρω από το τραπέζι των Βρυξελλών, όπου στη μία πλευρά του τετραγώνου καθόταν η Ελληνική αντιπροσωπεία (σε υπουργικό ή υπηρεσιακό επίπεδο), στις άλλες τρεις οι εννέα εταίροι, οι οποίοι όμως δεν έπαιρναν το λόγο, γιατί τις κοινές συμφωνημένες απόψεις εξέφραζε ο εκάστοτε ανά εξαμηνία πρόεδρος. Η σύνοδος γινόταν, κατά κανόνα, μια φορά το μήνα.
Μια δεύτερη όμως, συνεχής και πιο ουσιαστική διαπραγμάτευση γινόταν στο παρασκήνιο, τόσο στις αντιπροσωπείες όσο και στις πρωτεύουσες των εννέα εταίρων είτε για να μεταβάλουν κάποια άποψη που υποστήριζαν στον κύκλο των εννέα, είτε για να βοηθήσουν τη δική μας θέση σε κάποιο ζήτημα. Τρίτη διαπραγμάτευση έπρεπε να γίνεται παράλληλα και αδιάκοπα με τους τεχνοκράτες της Κομισιόν, των οποίων η γνώμη είχε σε πολλά θέματα ιδιαίτερη βαρύτητα, σε μερικά μάλιστα ήταν κρίσιμη.
Πιο δύσκολη, τολμώ να πω, ήταν η τέταρτη διαπραγμάτευση, αυτή που έπρεπε να γίνεται παράλληλα στο εσωτερικό με όλα τα υπουργεία και τις υπηρεσίες που είχαν λόγο στα θέματα της ένταξης. Και αυτά τα θέματα, όπως ανέφερα, ήταν πολλά και ποικίλα, αφορούσαν δε συχνά δύο ή περισσοτερα υπουργεία, από την αγορά παλαιοσιδήρου μέχρι το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο. Δεν ήταν εύκολο να συνδυασθούν οι απόψεις και επιθυμίες των διαφόρων υπηρεσιών, αλλά συχνά ακόμη και να εναρμονισθούν τα στατιστικά στοιχεία που ενεφάνιζαν.
V
Κρίθηκε εξ αρχής σημαντικό από τον Καραμανλή να τεθεί το σύνολο της διαπραγμάτευσης σε κυβερνητικό υπουργικό επίπεδο και ορίσθηκε υπουργός με όλες τις σχετικές αρμοδιότητες ο Γιώργος Κοντογεώργης, άνθρωπος που από την πολυετή υπηρεσία του στο Δημόσιο είχε πλήρη και βαθειά γνώση όλων των δεδομένων της ελληνικής οικονομίας. Μια πενταμελής Κεντρική Επιτροπή ανέλαβε τη διεξαγωγή της διαπραγμάτευσης στο τεχνικο-οικονομικό πεδίο. Συμμετείχαν ο Θανάσης Ανδρεόπουλος, παλιό έμπειρο στέλεχος οικονομικών υπουργείων, ο διεθνολόγος Αλέκος Χλωρός, ο καθ. Ταλέλης, γνώστης των αγροτικών θεμάτων, και ο Σταύρος Δήμας, Επίτροπος σήμερα στις Βρυξέλλες. Τον Δεκέμβριο 1976 μου ανατέθηκε η προεδρεία της Επιτροπής, παράλληλα με τα κύρια καθήκοντά μου ως Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών.
Η πορεία των διαπραγματεύσεων με τους Εννέα της ΕΟΚ παραδόξως δεν επηρεάσθηκε από την εσωτερική αντίθεση της τότε αντιπολίτευσης. ΄Ισως γιατί η έντονα αρνητική στάση της δεν έπεισε τους μελλοντικούς εταίρους μας ότι επρόκειτο για πραγματικά ριζική και ακλόνητη αντίθεση προς την ευρωπαϊκή ιδέα, παρά τα όσα ελέγοντο τότε περί προσχώρησης στην κίνηση των Αδεσμεύτων, συνεργασία με τη Λιβύη κ.λπ. Γιατί πράγματι μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων βαθμιαία η άρνηση της αντιπολίτευσης μεταβλήθηκε σε αίτημα να επιδιωχθεί αντί της ένταξης συνεργασία της Ελλάδος με την ΕΟΚ με βάση το «γιουγκοσλαβικό μοντέλο». Το αίτημα μεταβλήθηκε τον επόμενο χρόνο στο ότι θα έπρεπε να επιδιώξουμε το «νορβηγικό μοντέλο». Σημειωτέον, ότι δεν δόθηκε ποτέ μια σαφής εξήγηση τί ήταν στην πραγματικότητα το «γιουγκοσλαβικό ή το νορβηγικό μοντέλο». Ουσιαστικά ήταν μόνο συνθήματα κατά της κυβερνητικής πολιτικής. Όσο προχωρούσε η διαπραγμάτευση προβλήθηκε, ως αίτημα η «ειδική σχέση». Και τέλος, όταν η αντιπολίτευση ήρθε στην εξουσία, η συντελεσμένη πλέον ένταξή μας δεν αμφισβητήθηκε. Ζητήθηκαν μόνο κάποιες μικρής σημασίας διευκρινίσεις, τις οποίες είχε ήδη συζητήσει ως Υπουργός ο Ράλλης με τον Τορν, τότε Πρόεδρο της Κομισιόν.
Δεν είχαμε τότε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την πορεία και την κατάληξη των διαπραγματεύσεων. Δεν έπρεπε όμως να παραγνωρίζουμε δύο τινα. Πρώτον, ότι η ΕΟΚ ήταν οργανισμός δυναμικός και ανεξάρτητα από τις δικές μας διαπραγματεύσεις προωθούσε τη δική της ατζέντα και δεν θα περίμενε την Ελλάδα για να προχωρεί σε νέες εσωτερικές και εξωτερικές ρυθμίσεις. Συνεπώς, η παρέλκυση των διαπραγματεύσεων θα δημιουργούσε ενδεχομενως πρόσθετα προβλήματα για τη δική μας ένταξη. Δεύτερον όμως, είχαμε και έναν αλλον σοβαρό λόγο να μη καθυστερούμε: Λίγο μετά τη δική μας δικτατορία έπεσαν και οι δύο αρχαιότερες δικτατορίες, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Και τα δύο νέα δημοκρατικά καθεστώτα βεβαίως εξεδήλωσαν την πρόθεσή τους να ενταχθούν και αυτά στην ΕΟΚ. Η προοπτική αυτή φάνηκε αρκετά ελκυστική σε μερικούς από τους Ευρωπαίους και άρχισε να γίνεται λόγος για μια «ομαδοποίηση» των τριών διαπραγματεύσεων.
Εννοείται ότι μια τέτοια προοπτική δεν θα ήταν καθόλου ευπρόσδεκτη για μας. Πολλά από τα προβλήματα του γεωργικού τομέα ήταν κοινά για τις τρεις χώρες, πράγμα που αναπόφευκτα θα προκαλούσε καθυστερήσεις. Αφενός γιατί πάντως μια μεγάλη οικονομία, όπως η ισπανική, θα περιέπλεκε τη διαπραγμάτευση. Αφετέρου γιατί σε ορισμένα μεσογειακά προϊόντα, όπως το λάδι ή τα εσπεριδοειδή, ενδεχομένως θα είχαμε δυσκολία να συντονίσουμε τα δικά μας συμφέροντα με τις επιδιώξεις των άλλων δύο. Το γεγονός ότι η ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας έγινε έξι ολόκληρα χρόνια μετά τη δική μας δείχνει ότι ήταν σωστό να θελήσουμε εξ αρχής να αποσυνδέσουμε τη δική μας διαπραγμάτευση.
΄Ηταν συνεπώς ανάγκη να υιοθετήσουμε μια πιο ευέλικτη τακτική, να μην καθυστερούμε την πρόοδο των συνομιλιών, επιμένοντας στο ένα ή το άλλο επί μέρους θέμα ανάλογα με τη σημασία του. ΄Ενα παραπάνω που, όπως έλεγα προηγουμένως, στην ουσία διαπραγματευόμαστε μόνο για τη διάρκεια των μεταβατικών περιόδων. Εκείνο που προείχε ήταν ο καθορισμός των αληθινά μακροπροθέσμων συμφερόντων της ελληνικής οικονομίας, πράγμα που εσήμαινε ότι ανάλογα έπρεπε να διαμορφώνεται η διαπραγματευτική μας τακτική. Η καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων για να εξασφαλίσουμε ενδεχομένως μια μεγαλύτερη μεταβατική περίοδο στο ένα ή το άλλο θέμα θα ήταν γι’ αυτό άστοχη.
VI
Πέρα όμως από τα όποια επί μέρους θέματα, η τελευταία και πιο αποφασιστική βαθμίδα στην όλη διαπραγμάτευση ήταν η πολιτική βούληση των άλλων εταίρων. Και σε αυτή, η προσωπικότητα του Καραμανλή έπαιξε τον κεντρικό ρόλο. Γιατί με τις προσωπικές του παρεμβάσεις, με επισκέψεις ή με τηλεφωνήματα έκαμψε τις αντιστάσεις των μελλοντικών μας εταίρων ή τις μετέβαλε προς το καλύτερο.
Δεν ήταν η στάση τους ομοιόμορφη. Καθένας είχε τις δικές του βλέψεις, αντιρρήσεις, επιφυλάξεις. Πολλά καλά λόγια ακούγαμε από τους Γάλλους, αλλά λίγη συμπαράσταση στην ουσία. Σαφή τοποθέτηση των δικών τους θέσεων, είτε θετικών είτε αρνητικών, έκαναν οι Ιταλοί και την τήρησαν μέχρι τέλους. Οι αρχικά επιφυλακτκοί Γερμανοί αποδείχθηκαν τελικά ιδιαίτερα θετικά αποτελεσματικοί, όταν στο δεύτερο εξάμηνο του 1978 συμφωνήθηκαν τελικά από τη γερμανική προεδρεία όλα τα θέματα της ουσίας, έτσι ώστε στους υπόλοιπους μήνες μέχρι την υπογραφή της συνθήκης έγινε πια κυρίως η νομική διατύπωση και οι μεταφράσεις των κειμένων.
Εκείνη η 18η Δεκεμβρίου 1978 ήταν πράγματι μια αποφασιστική ημέρα. Άρχισε το πρωί στις 9 με πρόγευμα εργασίας με τη γερμανική προεδρεία. Ακολούθησε σύνοδος της ολομελείας, διακοπή, διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις στο παρασκήνιο στα γραφεία των αντιπροσωπειών και της Κομισιόν, νέα ολομέλεια, νέα διακοπή κ.λπ. Και όταν αργά το βράδυ οι Ολλανδοί παρουσίασαν νέα αιτήματα για τα φρουτολαχανικά, ο ορίζοντας φάνηκε κλειστός. Ακόμη και ο Καραμανλής, ο οποίος κάθε μία ώρα τηλεφωνούσε για να παρακολουθεί τις εξελίξεις, φάνηκε βαθειά απογοητευμένος. Τον καθησύχασα με βαρειά καρδιά, γιατί και εγώ έβλεπα σκοτεινά τα πράγματα. Μόνον ο αρμόδιος Γενικός Διευθυντής της Κομισιόν με καθησύχασε. «Μην ανησυχείτε, μου είπε, εδώ στις Βρυξέλλες είναι όλα χορογραφημένα. Στις 3 το πρωί θα τελειώσουμε...» Και πράγματι! Στις 3 το πρωί είχαν όλα τα επίμαχα θέματα συμφωνηθεί.
Και έτσι, σε λίγους μήνες, στις 28 Μαΐου 1979, τριάντα χρόνια σαν σήμερα, καθισμένος στα πίσω καθίσματα στο αίθριο του Ζαππείου έβλεπα με βαθειά ικανοποίηση τον Καραμανλή, τον Ράλλη και τον Κοντογεώργη να υπογράφουν τη Συνθήκη της ΄Ενταξης. Ήταν πράγματι για μένα, τώρα που πλησίαζε η αποχώρησή μου από την ενεργό υπηρεσία λόγω 35ετίας, η πιο σοβαρή, για να μην πω η μόνη υπόθεση που την έβλεπα να ολοκληρώνεται.
VII
΄Ολα αυτά που είχα να πω σήμερα ήταν κυρίως προσωπικά βιώματα. Μια αφήγηση, ας πούμε, από πρώτο χέρι της πορείας μας προς την Ευρώπη. Την πορεία αυτή την παρακολούθησα έκτοτε, και την παρακολουθώ ακόμη όσο γίνεται, έστω και από μακριά, γιατί θεωρώ σημαντική τόσο τη θέση μας μέσα στην Ευρώπη όσο και την πορεία της Ευρώπης συνολικά.
΄Εκανε πολλά βήματα πράγματι η ιδέα της ενωμένης Ευρώπης. Βήματα, που την εξέφραζαν χαρακτηριστικά ακόμη και τα διάφορα κατά καιρούς ονόματά της. Από την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα μετονομάσθηκε σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Και από εκεί έγινε Ευρωπαϊκή ΄Ενωση. Αναπτύχθηκε ένας μεγάλος ενιαίος οικονομικός χώρος με τη στενότερη οικονομική εναρμόνιση και συνεργασία Λιγότερο εμφανής, αλλά σημαντικός, είναι και ο κοινός χώρος των θεμάτων που συνοπτικά αποκαλούμε «εσωτερικών και δικαιοσύνης». Γιατί δημιουργήθηκε έτσι ένας ενιαίος εσωτερικός χώρος που συντονίζει ορισμένα φαινόμενα, όπως η λαθρεμπορία, η λαθρομετανάστευση, τα ναρκωτικά, η διεθνής τρομοκρατία και -πολύ σημαντικό επίσης- η μετακίνηση των Ευρωπαίων μέσα στο χώρο της Ευρώπης, θεσμοποιώντας έμμεσα «το κοινό σύνορο».
Φτάσαμε και στο ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, για μερικούς τουλάχιστον εταίρους. Η νομισματική ενοποίηση είναι πράγματι ένας χώρος δύσβατος, όπως φαίνεται ιδιαίτερα τώρα με τη γενικευμένη οικονομική κρίση. Το Σύμφωνο Σταθερότητας, απαραίτητο ασφαλώς σε μια περιοχή κοινού νομίσματος, αλλά που είναι αυτό καθ’ εαυτό λειτουργικά δύσκαμπτο, δέχεται σοβαρό κλονισμό, γιατί αναπότρεπτα παραβιάζεται με την ελπίδα ότι με την πάροδο της κρίσης θα επανέλθουμε στην αυστηρότητα των δημοσιονομικών δεδομένων.
΄Εγιναν πολλά για να τονώσουν τη συνοχή των μελών, ενώ ο αριθμός τους αυξάνονταν. Η μεγάλη μεταβολή του παγκόσμιου ευρωπαϊκού σκηνικού με τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου συμπίπτει με την εκδήλωση -ή ίσως θα ήταν πιο σωστό να λέγαμε την ενίσχυση- δυο τάσεων. Αφενός της εμβάθυνσης της εταιρικής σχέσης και αφετέρου της διεύρυνσης της ενωμένης Ευρώπης προς ανατολάς, προς ένα χώρο ως τότε κλειστό. Και εδώ πρέπει να πω, ως προσωπική μου γνώμη, πως αυτή η διπλή προσπάθεια έδωσε μέχρις ώρας αμφίβολα αποτελέσματα.
Επιθυμώντας να επιτύχει και τους δύο στόχους ταυτόχρονα, η Ευρώπη κινδυνεύει να χάσει την αρχική της επιδίωξη που ήταν να προχωρήσουν τα κράτη της προς μια ολοένα πιο στενή ένωση, όπως λέει η αρχική Συνθήκη της Ρώμης. Πράγμα που θα είχε συνεπακόλουθο την αποτελεσματική παρουσία της ενωμένης Ευρώπης στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Τα νέα μέλη από την Ανατολική Ευρώπη δεν έχουν ακόμη εξοικειωθεί με την κοινοτική προϊστορία, ενώ η δική τους προϊστορία με τον σοβιετικό/ρωσικό γείτονα τα κάνει να προσβλέπουν στην Ουάσιγκτων μάλλον παρά στις Βρυξέλλες.
Βέβαια, η παγκόσμια πολιτική σκηνή περνάει στα τελευταία χρόνια από πολλές αλλαγές που φυσικά δεν ήταν δυνατό να προϋπολογισθούν ή έστω να προβλεφθούν το 1957, αλλαγές που εξακολουθούν να μεταβάλλουν το παγκόσμιο κοινωνικό/οικονομικό/ πολιτικό τοπίο. Η λήξη του Ψυχρού Πολέμου μετέβαλε το διπολικό διεθνές σύστημα σε μονοπολικό, απαλλάσσοντας την Ανατολική Ευρώπη από την εξάρτηση από τη Μόσχα και ανοίγοντας το δρόμο για συμμετοχή σε δυτικούς θεσμούς και κυρίως την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.). Τα όσα επακολούθησαν στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν ενέπλεξαν τις ΗΠΑ σε περιπέτειες που αποδυνάμωσαν το μονοπολικό σχήμα, ενώ εμφανίσθηκαν άλλες αναδυόμενες δυνάμεις, όπως η Κίνα ή την Ινδία και επανεμφανίσθηκε η Ρωσία.
VIII
Σημαντικές μετατοπίσεις αυτές στο ευρύτατο πολιτικό πεδίο. Αλλά εξ ίσου σημαντικές, αν και λιγότερο εμφανείς, είναι εκείνες που αλλάζουν το κοινωνικό/οικονομικό τοπίο που συνοπτικά τις χαρακτηρίζουμε ως «παγκοσμιοποίηση». Με ολοένα πιο γρήγορους ρυθμούς η τεχνολογία αυξάνει τη δυνατότητα διακίνησης προσώπων και αγαθών, η ανάπτυξη της πληροφορικής διευρύνει την πρόσβαση σε κάθε τομέα κοινωνικής ή οικονομικής ζωής. Παράλληλα με μια προϊούσα ομογενοποίηση των τρόπων διαβίωσης έχουμε και μια προοδευτική αλληλεξάρτηση των κρατών σε θέματα κλίματος, ενεργειακών πηγών, υδάτινων πόρων. Θαρρείς και στις τελευταίες δεκαετίες και με επιταχυνόμενο ρυθμό ο πλανήτης μας γίνεται μικρότερος.
Η διαπίστωση αυτή της προϊούσας παγκοσμιοποίησης οδήγησε από δεκαετίες ήδη την Ε.E. στην αναζήτηση μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής. Γι’ αυτό άλλωστε και καθιερώθηκε, αν και όχι χωρίς επιφυλάξεις, η πολιτική συνεργασία σαν μια κεντρική λειτουργία της. Είναι όμως συζητήσιμο, αν σήμερα, η διευρυμένη Ευρώπη, παίζει πράγματι πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή με μια ενωμένη δυνατή φωνή. Η διαμόρφωση αληθινά κοινής εξωτερικής πολιτικής που θα επέτρεπε στην Ευρώπη να έχει βαρύνουσα παρουσία στη διεθνή σκηνή σήμερα δεν είναι ικανοποιητική. Ακόμη και η προσπάθεια να έχει η ΄Ενωση μια πιο μόνιμη παρουσία και εκπροσώπηση στο διεθνές γίγνεσθαι με μια προεδρεία που να μην αλλάζει κάθε έξι μήνες και με έναν υπουργό εξωτερικών, διατυπώθηκε μεν ύστερα από πολλές περιπλανήσεις στη Συνθήκη της Λισαβώνας, η οποία όμως παραμένει σε εκκρεμότητα, περιμένοντας το δεύτερο ιρλανδικό δημοψήφισμα.
Οι παγκόσμιες εξελίξεις όμως δεν περιμένουν. Και ακόμη και αν τεθεί σε εφαρμογή η νέα Συνθήκη και πραγματοποιηθούν οι προβλεπόμενες θεσμικές αλλαγές, στην ουσία η ενιαία φωνή της Ευρώπης σε μια κοινή εξωτερική πολιτική δεν είναι βέβαιο ότι θα βρίσκει εύκολο τρόπο να διατυπωθεί. Μπορεί άπειροι κανονισμοί να ρυθμίζουν ενιαία πρότυπα που επιβάλλονται στα μέλη, σε πάμπολλα λεπτομερειακά θέματα, όπως τα μεγέθη και σχήματα της συσκευασίας του ενός ή του άλλου προϊόντος. Όλα αυτά όμως δεν αρκούν για να δώσουν το πολιτικό βάρος που θα άξιζε να έχει στη διεθνή σκηνή η ενωμένη Ευρώπη. Μπορεί κανείς μάλιστα να πει ότι η παλιά ρωγμή που χώριζε την ηπειρωτική Ευρώπη από τη Βρετανία δεν έπαψε να είναι ορατή και ότι φαίνεται τώρα και μια δεύτερη ρωγμή που χωρίζει τα νέα μέλη της ΄Ενωσης που ξέφυγαν από τη σοβιετική/ρωσική σφαίρα, από τη νοοτροπία και τις ρυθμίσεις των Βρυξελλών.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε πρόσφατα με άδηλη ακόμη διάρκεια και απροσδιόριστες επιπτώσεις θα αποτελέσει μια ακόμη πιο σκληρή δοκιμασία για τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα της Ευρώπης. ΄Ετσι, θα φανεί, αν η Ευρώπη αποτελεί πράγματι μια ζωντανή πολιτική πραγματικότητα.
ΙΧ
Για να σταθμίσουμε και να αποτιμήσουμε την Ε.Ε. πρέπει να τη συγκρίνουμε με άλλες αντίστοιχες προσπάθειες που έγιναν στις τελευταίες δεκαετίες. Πράγματι, η ανάγκη μιας διασυνοριακής συνεργασίας σε θέματα πολιτικο-οικονομικά οδήγησε και σε άλλες ανάλογες προσπάθειες. Το Μεξικό, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς δοκίμασαν τη NAFTA, στη Λατινική Αμερική έγιναν άλλες ανάλογες προσπάθειες, όπως και στη ΝΑ Ασία. Καμμία απ’ αυτές δεν έχει να παρουσιάσει σοβαρό αποτέλεσμα και δεν έπαιξε κάποιον ουσιαστικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία. Μπορεί κανείς να πει ότι, συγκρινόμενη με τις άλλες αντίστοιχες απόπειρες, η Ε.Ε. είναι επιτυχημένη.
Στο σταθμό όμως που είμαστε σήμερα ύστερα από τριάντα χρόνια ένταξης στην Ευρώπη είναι φυσικό να θέλουμε να κάνουμε μια αντικειμενική απογραφή που να συνυπολογίζει δύο εξελίξεις. Αφενός πρέπει να εκτιμήσουμε τη δική μας πορεία μέσα στο κοινοτικό πλαίσιο και αφετέρου να επιχειρήσουμε και μια αποτίμηση της ίδιας της ΄Ενωσης και του έργου που επετέλεσε συνολικά.
Ως προς το πρώτο ερώτημα, εγώ μόνο σαν παρατηρητής θα μπορούσα να πω ότι συμμερίζομαι τη γενική πεποίθηση ότι η συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή προσπάθεια τα τελευταία τριάντα χρόνια μας έδωσε θετικά αποτελέσματα. Τόσο με συγκεκριμένες παροχές από την Κοινότητα προς την Ελλάδα, όσο και με τη γενικότερη επιρροή που είχε και έχει το ευρωπαϊκό σύστημα στον ταχύτερο εκσυγχρονισμό της οικονομίας μας. Αν κάνουμε τη σύγκριση με γείτονες που δεν έλαβαν μέρα στην πορεία της Ευρώπης, θα δούμε τη διαφορά. Αλλά από την άλλη μεριά, πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο εθισμός μας με τις παροχές των διαφόρων κοινοτικών ταμείων, ευνόησε τη δημιουργία ενός πνεύματος εφησυχασμού, μιας παθητικής, θα έλεγα, νοοτροπίας που περιμένει τα κοινοτικά κονδύλια και έχει σε μεγάλο βαθμό ταυτίσει την ιδέα της Ευρώπης με την έξωθεν βοήθεια.
Χ
Ποιά όμως είναι τώρα η γενικότερη εικόνα της Ευρώπης στον κόσμο; Και σ’ αυτό μια αντικειμενική αποτίμηση δεν είναι εύκολη. Για την ώρα εκείνο που μπορεί κανείς να πει είναι ότι φαίνονται ολοένα πιο βαθειές οι ρυτίδες της Ευρώπης, μιας κυρίας «κάποιας ηλικίας». Δεν θα αρκούσε μια αισθητική παρέμβαση, ένα lifting για να τις συγκαλύψει. Λίγο πολύ όλοι το λένε, άλλοι φωναχτά, άλλοι ψιθυριστά, πως πρέπει να αναζητηθεί κάποια προσαρμογή του δομικού και λειτουργικού σχήματος της Ευρώπης στις νέες πραγματικότητες, στις νέες προκλήσεις. Στη βραχυπρόθεσμη πρόκληση που είναι η οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε πρόσφατα, αλλά και στη μακροπρόθεσμη πρόκληση που αντιπροσωπεύει η παγκοσμιοποίηση.
Και οι δύο προκλήσεις, ιδιαίτερα όμως η δεύτερη, ζητούν να ξανασκεφθούν οι κυβερνήσεις και οι λαοί της Ευρώπης εάν, υπό ποιά μορφή και σε πιο χρονικό όριο, πρέπει να γίνουν δομικές αλλαγές. Θα είναι άραγε καλύτερη μια εκ βάθρων αναπαλαίωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος; ΄Η θα μπορούσε να χτιστεί ένα νέο ξεχωριστό κτίριο που να στεγάσει π.χ. μόνο την αρχική ομάδα εκείνων που ξεκίνησαν την ευρωπαϊκή οικοδόμηση; Ή μόνο την παλιά Ευρώπη της ψυχροπολεμικής εποχής; ΄Αλλοι μιλούν για «μεταβλητή γεωμετρία», άλλοι για μια «προχωρημένη ομάδα».΄Η μόνο μια ζώνη εκείνων που εφαρμόζουν το ευρώ;
Ακούγονται και συζητούνται διάφορες σκέψεις. Από μια τέτοια αναζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης δεν θα πρέπει να απουσιάζει και η χώρα μας. Εκείνο πάντως που μπορούμε να διαπιστώσουμε τώρα είναι ότι ατυχώς, απ’ ό,τι φαίνεται, στις προσεχείς ευρωεκλογές θα κριθούν περισσότερο οι εντόπιες κομματικές δυνάμεις και λιγότερο οι τυχόν σκέψεις και προβληματισμοί για μια ανανέωση ή έστω αναπαλαίωση της Ευρώπης.
proeuro.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου