ΔΩΡΕΑ ΑΝΔΡΙΑΝΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ ΕΥΑΓΓΕΛΟ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΜΑΡΑΘΩΝΑ
Η ΔΩΡΕΑ ΚΑΛΥΠΤΕΙ ΜΙΑ ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΤΙΜΗ ΜΕΤΑ ΑΠΟ 2.500 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΜΙΛΤΙΑΔΗ, ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΠΟΥΘΕΝΑ ΣΤΗΝ ΥΦΗΛΙΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΗ. Ο ΓΛΥΠΤΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΤΑΓΑΔΑΚΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΚΕ ΤΗΝ ΟΨΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΑΝΤΑ
Το άγαλμα, φιλοτέχνησε ο γλύπτης και ζωγράφος της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, Αντώνης Νταγαδάκης
Απολογισμός Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης Ε. Σπύρου
Φωτογραφικό Αρχείο
ΗΡΟΔΟΤΟΣ ΚΑΙ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
Ο ΗΡΟΔΟΤΟΣ ΠΕΡΙΕΓΡΑΨΕ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΛΤΙΑΔΗ ΣΤΟ 7o ΒΙΒΛΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ, ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΕΡΑΤΩ», ΠΑΡΑΘΕΤΟΥΜΕ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ:[103] Και οι Αθηναίοι, όταν πληροφορήθηκαν τα παραπάνω, έσπευδαν και οι ίδιοι στον Μαραθώνα, για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες και να υπερασπιστούν έτσι την πατρίδα τους. Επικεφαλής τους εξάλλου βρίσκονταν δέκα στρατηγοί, από τους οποίους ο δέκατος ήταν ο Μιλτιάδης, που ο πατέρας του, ο Κίμων-γιος του Στησαγόρα- υποχρεώθηκε λόγω της πολιτικής κατάστασης να εγκαταλείψει την πατρίδα του εξαιτίας του Πεισιστράτου, γιου του Ιπποκράτη. Αλλά όσον αφορά σ’ αυτόν, ζώντας στην εξορία, συνέβη να νικήσει στην Ολυμπιάδα σε αγώνες αρμάτων τα οποία σύρονταν από τέσσερα άλογα, ενώ κερδίζοντας αυτήν τη νίκη τιμήθηκε ισάξια με τον, από την ίδια μητέρα αδελφό του, Μιλτιάδη. Και εν συνεχεία, κατά την επόμενη Ολυμπιάδα, νικώντας με τις ίδιες φοράδες, παρέδωσε τη θέση του στον Πεισίστρατο, ώστε να ανακηρυχθεί αυτός νικητής, και, μετά την παραχώρηση της νίκης σ’ εκείνον, επέστρεψε στην πατρίδα του προστατευμένος από τη σύναψη σχετικής συμφωνίας. Νίκησε πάντως, με τα ίδια άλογα, και σε επόμενους Ολυμπιακούς αγώνες αργότερα όμως πρόλαβαν και τον σκότωσαν τα παιδιά του Πεισιστράτου, όταν ο ίδιος ο Πεισίστρατος δε βρισκόταν πλέον στη ζωή. Ανέθεσαν μάλιστα σε άλλους ανθρώπους να διαπράξουν το φόνο, οι οποίοι τον εξόντωσαν νύχτα κοντά στο πρυτανείο. Τέλος, είναι θαμμένος ο Κίμωνας έξω από την πόλη, πέρα από τον δρόμο τον ονομαζόμενο της Κοίλης, ο οποίος διασχίζει τον ομώνυμο οικισμό και απέναντι από τον Κίμωνα έχουν ταφεί οι φοράδες εκείνες οι οποίες κέρδισαν τις τρεις Ολυμπιάδες. Πέτυχαν βέβαια και άλλες, εν τω μεταξύ, φοράδες τις ίδιες με τις παραπάνω νίκες, όπως του Ευαγόρα του Λάκωνα, περισσότερες όμως νίκες απ’ αυτές δεν πέτυχαν άλλες φοράδες. Το μεγαλύτερο, βέβαια, από τα παιδιά του Κίμωνα, ο Στησαγόρας, ζούσε, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, κοντά στον από τον πατέρα θείο του, τον Μιλτιάδη, ο οποίος τον ανέτρεφε στη Χερσόνησο και ο νεότερος γιος του ζούσε κοντά στον ίδιο τον Κίμωνα, στην Αθήνα, και ονομαζόταν Μιλτιάδης, παίρνοντας δηλαδής το όνομα του Μιλτιάδη εκείνου ο οποίος είχε αποικίσει τη Χερσόνησο.
[104] Αυτός λοιπόν ακριβώς τότε ο Μιλτιάδης ήταν στρατηγός των Αθηναίων, ο οποίος είχε καταφθάσει από τη Χερσόνησο και είχε διαφύγει σε δύο περιπτώσεις το θάνατο. Συγκεκριμένα, από τη μια μεριά, οι Φοίνικες, οι οποίοι καταδίωξαν τον Μιλτιάδη μέχρι την Ίμβρο, επιδίωκαν πεισματικά να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στον βασιλιά Δαρείο ενώ, από την άλλη, όταν ξέφυγε ο Μιλτιάδης τους Φοίνικες και αφίχθηκε στην πατρίδα του –θεωρώντας ο ίδιος ότι είχε πλέον σωθεί- από κει και πέρα εν συνεχεία, οι εχθροί του τον υποδέχθηκαν οδηγώντας τον στο δικαστήριο. Και εκεί τον κατηγόρησαν για τον τυραννικό τρόπο διακυβέρνησης που είχε εφαρμόσει στη Χερσόνησο. Γλίτωσε όμως κι απ’ αυτούς ο Μιλτιάδης, και έτσι, έπειτα από λαϊκή εκλογή, αναδείχθηκε σε στρατηγό των Αθηναίων.
[105] Όταν, εξάλλου, ήταν παρόντες ακόμη στην Αθήνα οι στρατηγοί, στέλνουν ως κήρυκα στη Σπάρτη τον Φιλιππίδη, Αθηναίο βέβαια πολίτη, παράλληλα όμως και αγγελιοφόρο, του οποίου ακριβώς αυτό ήταν και το επάγγελμά του. Αυτόν μάλιστα, όπως το εξιστορούσε ο ίδιος ο Φιλιππίδης και το ανέφερε και στους Αθηναίους, τον συνάντησε ο Πάνας, γεγονός το οποίο συνέβη κοντά στο βουνό Παρθένιο που βρίσκεται πάνω από την Τεγέα. Απευθύνθηκε λοιπόν τότε ο Πάνας στον Φιλιππίδη με το όνομά του αλλά και του έδωσε την εντολή να μεταφέρει την απορία του στους Αθηναίους, για ποιο, δηλαδή, λόγο δε δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για τον ίδιο, αν και εκείνος τηρεί ευνοϊκή στάση απέναντί τους και ενώ σε πολλές περιπτώσεις μέχρι τότε τους είχε εξυπηρετήσει, επρόκειτο επίσης να τους φανεί χρήσιμος και στο μέλλον επιπροσθέτως. Εξαιτίας αυτών πάντως οι Αθηναίοι, έτσι καθώς τα πίστεψαν πως είναι αληθινά, όταν επικράτησαν καλύτερες πια συνθήκες στην πατρίδα τους, ίδρυσαν ιερό του Πανός κάτω από την Ακρόπολη και, για να τιμήσουν τον ίδιο, μετά το παραπάνω μήνυμα που τους είχε στείλει, τον εξιλεώνουν με ετήσιες θυσίες και λαμπαδοφορίες.
[106] Τότε λοιπόν έστειλαν οι στρατηγοί τον εν λόγω Φιλιππίδη, τον καιρό ακριβώς που αυτός διηγούνταν ότι του παρουσιάστηκε και ο Πάνας, και σε δύο μέρες, αφότου αναχώρησε από την πόλη των Αθηνών, βρισκόταν στη Σπάρτη. Μετά την άφιξή του επίσης εκεί εμφανίστηκε ενώπιον των αρχόντων και τους εξηγούσε: «Οι Αθηναίοι, Λακεδαιμόνιοι, σας παρακαλούν να τους βοηθήσετε και να μην επιτρέψετε να υποδουλωθεί σε ανθρώπους βάρβαρους η πιο αρχαία ανάμεσα στους Έλληνες πόλη καθώς μάλιστα τώρα, και η Ερέτρια επίσης είχε υποδουλωθεί, η ισχύς έτσι της Ελλάδας είναι ελαττωμένη κατά μία σημαντική πόλη». Εκείνος λοιπόν, από τη μεριά του, τους εξέθεσε τις εντολές που είχε πάρει, αλλά και οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν αντίρρηση βέβαια να στείλουν βοήθεια στους Αθηναίους τους ήταν όμως αδύνατο να προχωρήσουν αμέσως σε κάτι τέτοιο, μια και δεν ήθελαν να καταστρατηγήσουν τους εθιμικούς τους νόμους. Συγκεκριμένα, ήταν ενάτη μέρα του τότε τρέχοντος μηνός, και κατά την ενάτη μέρα, ισχυρίζονταν, όπως και πρωτύτερα από τη συμπλήρωση του σεληνιακού κύκλου, δεν επρόκειτο να εκστρατεύσουν.
[107] Εκείνοι, επομένως, περίμεναν την πανσέληνο, και σ’ αυτό το μεταξύ ο Ιππίας, ο γιος του Πεισιστράτου, οδηγούσε τους βαρβάρους στον Μαραθώνα, ενώ την προηγούμενη νύκτα είχε δει στον ύπνο του το εξής όνειρο: πως δηλαδή ήρθε τάχα σε ερωτική επαφή με την ίδια του τη μάνα. Βασιμένος λοιπόν στο συγκεκριμένο όνειρο, κατέληξε ο Ιππίας στο συμπέρασμα ότι, μετά την επάνοδό του στην Αθήνα και αφού ξαναγινόταν κύριος της εξουσίας, επρόκειτο να πεθάνει σε γεροντική ηλικία στην πατρίδα του. Και ενώ από το εν λόγω όνειρο έβγαλε το παραπάνω συμπέρασμα, παράλληλα τότε, δίνοντας τις σχετικές οδηγίες, ανέλαβε, από τη μια, τη μεταφορά –όσων κατοίκων της Ερέτριας μεταβλήθηκαν σε σκλάβους- στο νησί των Στύρων που ονομάζεται Αιγιλία και απο την άλλη, καθοδηγώντας τα πλοία προς τον Μαραθώνα, καθόριζε ο ίδιος τα σημεία προσόρμισής τους και, μετά την αποβίβαση των βαρβάρων στην ξηρά, διευθετούσε την τακτοποίηση των τμημάτων τους. Καθώς επίσης επέβλεπε αυτά, του ήρθε να φτερνιστεί και να βήξει δυνατότερα από όσο συνήθως ήταν όμως μεγάλης ηλικίας, και τα περισσότερα δόντια του κουνιόνταν, οπότε η δύναμη του βήχα του πετά το ένα του δόντι. Έπεσε μάλιστα το δόντι στην άμμο, και ο Ιππίας παιδευόταν πολύ για να το βρει και όπως δεν μπορούσε να το διακρίνει, αναστέναξε και είπε σ’ όσους βρίσκονταν τριγύρω του: «Η γη αυτή δεν είναι δική μας, κι ούτε θα μπορέσουμε να τη θέσουμε υπό την εξουσία μας όσο άλλωστε μέρος της το δικιαούμουν, το κατέχει τώρα το δόντι μου».
[108] Ο Ιππίας, έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα πως με τον παραπάνω τρόπο επαληθεύτηκε το όνειρό του. Όσον αφορά πάλι στους Αθηναίους, την ώρα που αυτοί ήταν συγκεντρωμένοι στο ναό του Ηρακλή, έσπευσαν να τους βοηθήσουν με όλο τους στο στρατό οι Πλαταιείς γιατί και οι Πλαταιείς είχαν τεθεί στη διάθεση των Αθηναίων, ενώ και η Αθήνα μέχρι τότε είχε αναλάβει τα βάρη πολλών αγώνων, για να τους υπερασπιστεί. Και να, κάτω από ποιες συνθήκες είχαν θέσει τους εαυτούς τους οι Πλαταιείς υπό την προστασία των Αθηναίων: Δεχόμενοι πιέσεις από τους Θηβαίους οι Πλαταιείς προσφέρθηκαν να τεθούν αρχικά οι ίδιοι στη διάθεση του Κλεομένη, γιου του Αναξανδρίδη, και των Λακεδαιμονίων οι οποίοι συνέβη να βρίσκονται εκεί. Οι τελευταίοι όμως, αρνούμενοι κάτι τέτοιο, ανέφεραν στους Πλαταιείς τα ακόλουθα: «Εμείς, από τη δική μας πλευρά βέβαια, κατοικούμε σε μεγαλύτερη απόσταση, έτσι ώστε η αποστολή μιας τέτοιας, προς ενίσχυσή σας, βοήθειας θα απέβαινε αναποτελεσματική, αφού οι εχθροί σας θα πρόφθαιναν πολλές φορές να σας υποδουλώσουν, προτού κάποιος από μας το πληροφορηθεί. Σας συμβουλεύουμε, επομένως, να τεθείτε στη διάθεση των Αθηναίων, μια και κατοικούν κοντά σας και εν είναι αδέξιοι στο να αναλαμβάνουν αποστολές βοήθειας». Αυτές τις συμβουλές λοιπόν έδιναν οι Λακεδαιμόνιοι, όχι τόσο πολύ από συμπάθεια προς τους Πλαταιείς, αλλά επιδιώκοντας να καταπονηθούν οι Αθηναίοι εμπλεκόμενοι σε διενέξεις με τους Βοιωτούς. Οι Λακεδαιμόνιοι, από τη δική τους πλευρά λοιπόν, τα παραπάνω συμβούλεψαν στους Πλαταιείς, και οι τελευταίοι δεν έδειξαν καθόλου δυσπιστία. Αντίθετα, όταν οι Αθηναίοι τελούσαν θυσίες προς τιμήν των δώδεκα θεών, καταφθάνοντας και οι Πλαταιείς, για να ζητήσουν βοήθεια, στάθηκαν κοντά στο βωμό και προσέφεραν τους εαυτούς τους στους Αθηναίους. Πληροφορήθηκαν όμως αυτά οι Θηβαίοι και ανέλαβαν εκστρατεία εναντίον των Πλαταιών αλλά και οι Αθηναίοι έσπευδαν σε βοήθεια των Πλαταιέων. Ενώ όμως επρόκειτο να συναφθεί μάχη, οι Κορίνθιοι –οι οποίοι έτυχε να βρίσκονται στα μέρη εκείνα- δεν αδιαφόρησαν για το γεγονός. Και όχι μόνο συμφιλίωσαν τους αντιμαχόμενους, αλλά και με την εμπιστοσύνη που τους έδειξαν και οι δύο πλευρές, καθόρισαν οι Κορίνθιοι τα όρια της περιοχής υπό τον όρο να δώσουν το δικαίωμα οι Θηβαίοι –σ’ όσους Βοιωτούς το επιθυμούσαν- να μην ανήκουν στη βοιωτική κοινότητα. Αυτές τις προτάσεις διατύπωσαν οι Κορίνθιοι και απομακρύνθηκαν από την περιοχή, όταν όμως αποσύρονταν και οι Αθηναίοι, προσβλήθηκαν από τους Βοιωτούς, οι οποίοι όμως ηττήθηκαν μετά την εν λόγω επίθεση. Οπότε οι Αθηναίοι προχώρησαν πέραν των συνόρων τα οποία καθόρισαν οι Κορίνθιοι για τους Πλαταιείς και, παραβιάζοντας τα συγκεκριμένα όρια, αναγνώρισαν τον ίδιο τον ποταμό Ασωπό και τις Υσιές ως σύνορο ανάμεσα στους Θηβαίους και στους Πλαταιείς. Με τον παραπάνω αναφερόμενο τρόπο λοιπόν έθεσαν οι Πλαταιείς την πόλη τους υπό την προστασία των Αθηναίων, ενώ, στην περίπτωση η οποία μας αφορά, κατέφθασαν οι Πλαταιείς στον Μαραθώνα, για να προσφέρουν τη βοήθειά τους.
[109] Όσον πάλι αφορά στις γνώμες των Αθηναίων στρατηγών, οι απόψεις τους διχάζονταν, και ενώ άλλοι απέρριπταν κάθε ιδέα για διεξαγωγή μάχης, με το αιτιολογικό ότι ήταν ολιγάριθμοι σε σχέση με το στράτευμα των Μήδων, άλλοι στρατηγοί –κι ανάμεσά τους και ο Μιλτιάδης- εννούσαν να πολεμήσουν. Όσο εξάλλου συνεχιζόταν η διχογνωμία, και φαινόταν να υπερισχύει η χειρότερη γνώμη, σ’ αυτό το μεταξύ ο Μιλτιάδης πλησίασε τον Καλλίμαχο, κάτοικο των Αφιδνών. Επρόκειτο, συγκεκριμένα, για τον ενδέκατο με δικαίωμα ψήφου, ο οποίος είχε κληρωθεί ως πολέμαρχος των Αθηναίων, μια και παλιότερα οι Αθηναίοι αναγνώριζαν την ψήφο του πολέμαρχου ως ίδιας αξίας με εκείνη των στρατηγών. Στον Καλλίμαχο λοιπόν, που ήταν τότε πολέμαρχος, ο Μιλτιάδης ανέφερε τα παρακάτω: «Από εσένα εξαρτάται τώρα, Καλλίμαχε, ή να υποδουλώσεις την Αθήνα ή να την αναδείξεις, σε ελεύθερη πόλη και να αφήσεις, έτσι, πίσω σου –για όσο θα υπάρχει ανθρώπινη ζωή- τέτοιο δικό σου όνομα παρόμοιο με το οποίο ούτε και ο Αρμόδιος με τον Αριστογείτονα δεν άφησαν. Στην περίπτωση δηλαδή ακριβώς που μας απασχολεί, οι Αθηναίοι αντιμετωπίζουν τον σοβαρότερο κίνδυνο από τότε που ιδρύθηκε η πόλη τους, και, αν βέβαια υποδουλωθούν στους Μήδους, είναι αποφασισμένο τι πρόκειται να υποστούν πέφτοντας στα χέρια του Ιππία αν όμως σωθεί αυτή η πόλη, έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε πρώτη ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Έρχομαι, επομένως, τώρα να σου εξηγήσω τον τρόπο με τον οποίο είναι δυνατό τα πράγματα να εξελιχθούν έτσι, καθώς και γιατί εσύ είσαι ο κατεξοχήν ρυθμιστής των ζητημάτων αυτών. Εμείς λοιπόν οι στρατηγοί, που είμαστε δέκα, έχουμε διχασμένες απόψεις, και άλλοι από μας επιμένουν να εμπλακούμε σε μάχη, ενώ άλλοι υποστηρίζουν να μην εμπλακούμε. Αλλ’ εάν, όσον αφορά στην δεύτερη αυτήν πρόταση, δεν πολεμήσουμε, φοβούμαι μήπως ξεσπάσει ανάμεσα στους Αθηναίους κάποια εμφύλια διαμάχη που θα κλονίσει το ηθικό τους με αποτέλεσμα να πάνε με το μέρος των Περσών αν, από την άλλη, πολεμήσουμε, πριν ακόμη εκκολαφθεί στο μυαλό μερικών Αθηναίων κάποια νοσηρή σκέψη, και με το δεδομένο ότι οι θεοί κρίνουν αδέκαστα, είμαστε σε θέση να νικήσουμε στη μάχη. Όλα αυτά λοιπόν περιμένουν τώρα τη λύση τους από εσένα και όλα από εσένα εξαρτώνται γιατί, αν εσύ με ενισχύσεις με τη δική σου σύμφωνη γνώμη, διατηρείς και την πατρίδα σου ελεύθερη και θα ’χεις πόλη πρώτη ανάμεσα σ’ όλες τις ελληνικές αν όμως προτιμήσεις τις γνώμες όσων μας αποτρέπουν από μια εμπλοκή μας σε μάχη, θα μας βρουν τα αντίθετα από όσα ευοίωνα σου απαρίθμησα».
[110] Αυτά είπε ο Μιλτιάδης και πήρε με το μέρος του τον Καλλίμαχο και καθώς, επομένως, προστέθηκε και η γνώμη του πολέμαρχου, επικυρώθηκε η απόφαση για διεξαγωγή της μάχης. Στη συνέχεια, ακολούθως, κάθε φορά που ερχόταν η σειρά να βρίσκεται για μια μέρα στην εξουσία καθένας από όσους στρατηγούς είχαν ταχθεί υπέρ της μάχης, παρέδιδαν την εξουσία τους στον Μιλτιάδη. Εκείνος όμως, μολονότι αποδεχόταν αυτό, δεν αποφάσιζε ακόμη την έναρξη της επίθεσης, παρά μόνο αφού ήρθε και η δική του σειρά για την άσκηση της εξουσίας.
[111] Και όταν ήρθε και η δική του σειρά, τότε ακριβώς οι Αθηναίοι παρατάσσονταν κατά την ακόλουθη τάξη με σκοπό να δώσουν μάχη: αρχηγός της δεξιάς πτέρυγας ήταν ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, αφού αυτό τότε επέβαλε ο νόμος στους Αθηναίους, ο πολέμαρχος δηλαδή να βρίσκεται επικεφαλής της δεξιάς πτέρυγας. Με το δεδομένο λοιπόν ότι το παραπάνω άτομο ασκούσε την εν λόγω διοίκηση, ακολουθούσαν διαδοχικά, κατά την αριθμητική τους σειρά, οι φυλές, η μια σε αυστηρή επαφή με την άλλη ενώ, τελευταίοι ήταν παρατεταγμένοι οι Πλαταιείς κατέχοντας έτσι την αριστερή πτέρυγα. Από τη μάχη εξάλλου αυτήν και μετέπειτα, όταν οι Αθηναίοι τελούν θυσίες στις γιορταστικές εκείνες συναθροίσεις που πραγματοποιούνται κάθε πέντε χρόνια, αναπέμπει θερμές ευχές ο κήρυκας παρακαλώντας να ευτυχούν, μαζί με τους Αθηναίους, και οι Πλαταιείς. Αλλά τότε, όταν παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα, εφαρμόστηκε και η ακόλουθη τακτική: το μέτωπο της ελληνικής παράταξης ήταν ίσου μήκους με εκείνο της περσικής, το κέντρο όμως των Ελλήνων το κατείχε μικρός αριθμός τμημάτων, και γι’ αυτό το σημείο εκείνο ήταν υπερβολικά ασθενές, ενώ η καθεμιά από τις ακραίες πτέρυγες είχε ενισχυθεί με μεγάλο αριθμό μαχητών.
[112] Όταν πάντως πήραν τις θέσεις τους στην παράταξη, και τα αποτελέσματα των θυσιών ήταν ευνοϊκά, τότε δόθηκε το παράγγελμα στους Αθηναίους και ρίχτηκαν τρέχοντας εναντίον των βαρβάρων. Αυτό μάλιστα συνέβη με δεδομένο το ότι η απόσταση που χώριζε τις δύο αντίπαλες παρατάξεις δεν ήταν λιγότερη από οχτώ στάδια. Αλλά και οι Πέρσες, βλέποντάς τους να κατευθύνονται τρέχοντας εναντίον τους, ετοιμάζονταν να τους αντιμετωπίσουν ενώ, καθώς τους παρατηρούσαν να είναι ολιγάριθμοι – και παρόλα αυτά να ρίχνονται ασυγκράτητοι, χωρίς να υποστηρίζονται από ιππικό και τοξότες νόμισαν πως οι Αθηναίοι είχαν χάσει τα λογικά τους και πως θα κατέληγαν σε ολοκληρωτική καταστροφή. Από την πλευρά τους βέβαια οι βάρβαροι σε τέτοια συμπεράσματα κατέληγαν όμως οι Αθηναίοι, αντίθετα, συνεπλάκησαν κατά συμπαγή τμήματα με τους βαρβάρους και στη συνέχεια μάχονταν με τρόπο που επρόκειτο να αφήσει εποχή. Και πράγματι, υπήρξαν πρώτοι από όλους τους Έλληνες, για όσους τουλάχιστον εμείς μπορούμε να εκφράσουμε άποψη, που επιτέθηκαν τροχάδην εναντίον των εχθρών, αλλά και πρώτοι αυτοί παρέμειναν απτόητοι αντικρίζοντας μηδική πολεμική περιβολή και μαχητές ντυμένους μ’ αυτήν. Πολύ περισσότερο, αφού μέχρι τότε, ακόμη και το όνομα των Μήδων προκαλούσε φόβο στους Έλληνες, όταν το άκουγαν.
[113] Μάχονταν λοιπόν αυτοί στον Μαραθώνα, και τούτο κράτησε χρόνο πολύ. Στο κέντρο εξάλλου της παράταξης, όπου βρίσκονταν παραταγμένοι οι ίδιοι οι Πέρσες και οι Σάκες, εκεί νικούσαν οι βάρβαροι και καθώς στο εν λόγω σημείο οι βάρβαροι ήταν οι νικητές, είχαν διασπάσει το μέτωπο των Ελλήνων και τους κατεδίωκαν προς την περιοχή από την οποία είχε προηγουμένως πραγματοποιηθεί η ελληνική προέλαση (δηλαδή προς τα Μεσόγεια). Αντίθετα, στην καθεμιά από τις δυο ακραίες πτέρυγες η νίκη ήταν με το μέρος των Αθηναίων και των Πλαταιέων. Όσο επίσης νικούσαν αυτοί, άφηναν τους βαρβάρους, όσοι είχαν τραπεί σε φυγή, να διαρρέουν ενώ συγκλίνοντας και τις δύο ακραίες τους πτέρυγες στο αυτό σημείο, έδιναν μάχη εναντίον των εχθρικών τμημάτων τα οποία τους είχαν διαρρήξει το κέντρο και νικητές τώρα ήταν οι Αθηναίοι. Στη συνέχεια πάλι, εκείνους τους Πέρσες που τρέπονταν σε φυγή, τους ακολουθούσαν οι Έλληνες σφαγιάζοντάς τους, μέχρις ότου οι διώκτες έφτασαν στη θάλασσα, όπου, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τα πλοία και αναζητούσαν φωτιά.
[114] Συνέβη μάλιστα το εξής σ’ αυτήν τη φάση του αγώνα: χάνει τη ζωή του ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, ο οποίος καταξιώθηκε έτσι να αναγνωρισθεί ως γενναίο παλικάρι, και πέφτει νεκρός και ένας από τους στρατηγούς, ο Στησίλαος, γιος του Θρασύλου. Συγχρόνως επίσης σκοτώνεται και ο Κυνέγειρος, ο γιος του Ευφορίωνα, στην προσπάθειά του να ακινητοποιήσει ένα σκάφος κρατώνατας το χέρι την ίδια επίσης ώρα έπεσαν εκεί και άλλοι πολλοί και ονομαστοί Αθηναίοι.
[115] Παρομοίως οι Αθηναίοι εφτά σκάφη τα εμπόδισαν να αποπλεύσουν ενώ οι βάρβαροι, αποχωρώντας με τα υπόλοιπα και παίρνοντας μαζί τους –από το νησί όπου τους είχαν αφήσει- τους σκλάβους της Ερέτριας, περιέπλεαν το Σούνιο. Και αυτό το έκαναν επιδιώκοντας να προλάβουν και να αφιχθούν οι ίδιοι στην Αθήνα πριν από τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι βέβαια απέδωσαν το αίτιο του βαρβαρικού αυτού στρατηγήματος σε συνωμοσία των Αλκμεωνιδών, ότι δηλαδή αυτοί είχαν έρθει σε συνεννόηση με τους Πέρσες, όταν οι τελευταίοι θα βρίσκονταν πλέον στα σκάφη, να τους κάνουν σήμα οι Αλκμεωνίδες σηκώνοντας ψηλά μιαν ασπίδα.
[116] Οι βάρβαροι λοιπόν, από την πλευρά τους, έπλεαν παρακάμπτοντας το Σούνιο αλλά και οι Αθηναίοι έσπευδαν –με όση ταχύτητα τους επέτρεπαν τα πόδια τους- να υπερασπιστούν την πόλη τους. Πρόλαβαν, έτσι, και αφίχθηκαν πριν καν να καταφθάσουν οι βάρβαροι, ενώ, ξεκινώντας απο το ιερό του Ηρακλή, στον Μαραθώνα, στρατοπέδευσαν στον άλλο ναό του Ηρακλή, στο Κυνόσαργες. Όσον αφορά πάλι στους Πέρσες, αυτοί μένοντας για λίγο με τα πλοία τους στ’ ανοιχτά του Φαλήρου, γιατί αυτό ήταν τότε το επίνειο της Αθήνας, κατέβασαν τα πανιά, σταμάτησαν για μικρό χρονικό διάστημα εκεί την πορεία των σκαφών τους και εν συνεχεία απέπλευσαν επιστρέφοντας πίσω στην Ασία.
[117] Στη συγκεκριμένη τέλος, μάχη του Μαραθώνα έχασαν τη ζωή τους από μέρους των βαρβάρων έξι χιλιάδες τετρακόσιοι άνδρες, ενώ από τους Αθηναίους εκατόν ενενήντα δύο. Τόσοι λοιπόν έπεσαν και από τις δύο μεριές. Εκεί εξάλλου έτυχε να συμβεί και το ακόλουθο παράδοξο γεγονός: ο Αθηναίος πολίτης Επίζηλος, γιος του Κουφαγόρα, εκεί που πολεμούσε σώμα με σώμα και αναδεικνυόταν σε γενναίο πολεμιστή, έχασε την όρασή του, χωρίς να χτυπηθεί, ούτε από κοντά ούτε από απόσταση, σε κάποιο σωματικό του σημείο και από αυτό το χρονικό σημείο και μετέπειτα, στο υπόλοιπο της ζωής του ήταν τυφλός. Πληροφορήθηκα μάλιστα ότι αφηγείται αυτός, σχετικά με το πάθημά του, μια ιστορία σαν και την παρακάτω: είχε, λέει, την εντύπωση πως στεκόταν απέναντί του ένας τεραστίων διαστάσεων οπλίτης, που το γένι του κάλυπτε όλη του την ασπίδα, και ότι η οπτασία αυτή για τον ίδιο τον Επίζηλο αδιαφόρησε, σκότωσε όμως τον διπλανό σύντροφό του στη μάχη. Ακριβώς αυτά πληροφορήθηκα να εξιστορεί ο Επίζηλος.
πηγη http://www.asfalistikonai.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου