Τον Μάρκο Σεφερλή δεν τον είχα δει ποτέ επί σκηνής. Όταν έπεφτα τυχαία πάνω σε αναμετάδοση θεατρικής του παράστασης στον ANT1, βιαζόμουν να αλλάξω κανάλι. Ένιωθα πως τα εγκεφαλικά μου κύτταρα ήταν απροστάτευτα μπροστά στη λάβα κακογουστιάς που ανάβλυζε ορμητικά από την τηλεόραση. Τόσα χρόνια, απορούσα γιατί ο κόσμος συνέρεε κατά χιλιάδες στις επιθεωρήσεις που ανέβαζε στο Περοκέ και, το βασικότερο, αδυνατούσα να καταλάβω πώς κατόρθωσε να ζωντανέψει ξανά το εγκαταλελειμμένο Δελφινάριο. Βέβαια, οι αφ’ υψηλού απορίες μου δεν στάθηκαν ικανές να με προστατέψουν από την επιδημία του «χα χα, καλό ε;». Ως έφηβος, μπορεί και λίγο μεγαλύτερος, μόλις έλεγα μια υπερατλαντική κρυάδα, σαν κι αυτές που καμωνόμουν ότι σιχαίνομαι στις εκπομπές του, όρθωνα με μανία τους δείκτες και πάσχιζα να τον μιμηθώ.
Την περασμένη Παρασκευή, νικημένος από την περιέργειά μου, πήγα στην πρεμιέρα του «Σουλεϊμάρκ» στη Θεσσαλονίκη. Στη διαδρομή, συνειδητοποίησα ότι ήμουν αιχμάλωτος μιας ανείπωτης ενοχής. Έχω την αίσθηση ότι ο Σεφερλής ανήκει σε κείνη την κατηγορία πραγμάτων που κατά βάθος όλοι θέλουν να τα κάνουν για μια φορά, αλλά ντρέπονται. Φτάνοντας έξω από το Ράδιο Σίτυ, πίστεψα ότι με προδίδουν τα μάτια μου. Η φαρδιά είσοδος ήταν κατακλυσμένη από κόσμο, ο οποίος στριμωχνόταν μέχρι το πεζοδρόμιο. Είχα μάθει από μια φίλη μου, που δουλεύει σε θεατρικές παραγωγές, ότι τα εισιτήρια της προπώλησης κόντευαν να εξαντληθούν, όμως η πληροφορία μου φαινόταν δια παντός εξορισμένη από τη σφαίρα της λογικής. «Κρίση έχουμε, ποιος θα δώσει 20 ευρώ για να δει τον Σεφερλή;», της αποκρίθηκα, θεωρώντας ότι εκφράζω το αυτονόητο. Η αμφισβήτησή μου ακυρώθηκε μονομιάς τη στιγμή που ο Κορίνθιος ηθοποιός εμφανίστηκε στη σκηνή, ντυμένος πασάς, πάνω σε ένα ψεύτικο καφέ άλογο.
Η μελαγχολική, λόγω παλαιότητας, αίθουσα του Ράδιο Σίτυ, με τις σιέλ πέτρες στον τοίχο και τις μπορντό καρέκλες να τρεκλίζουν με συχνότητα λόξιγκα, άρχισε να δονείται από έναν σεισμό εκκωφαντικού γέλιου. «Ο άρχοντας της σάτιρας, του γέλιου ο αυτοκράτορας», όπως τον είχε ανακοινώσει το τετραμελές χαρέμι του, προκαλούσε γέλιο μόνο με το βλέμμα του. Ήταν ένα γέλιο ανεξήγητο, μεταδοτικό, νευρικό, που σε κυρίευε και δεν μπορούσες να το αποφύγεις. Χίλια εκατό άτομα, στην πλειοψηφία τους παιδιά και φοιτητές, υποδέχονταν τον Σεφερλή, που είχε να ανηφορίσει στη Θεσσαλονίκη έντεκα χρόνια, σαν τον δικό τους άνθρωπο. «Μάρκο, είσαι αρρώστια» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την πλατεία, για να της απαντήσει ο ίδιος «ευτυχώς για σας, κυρία μου, έφερα μαζί τη θεραπεία».
Ο Σεφερλής έχει μια παροιμιώδη ικανότητα να εντοπίζει δυο-τρεις κατάλληλους «στόχους» στο κοινό και να χτίζει πάνω τους όλη την παράσταση, πειράζοντάς τους με χοντροκομμένα αστεία για την εξωτερική τους εμφάνιση. Κι αν το πείραγμα ξεφύγει, δεν προσβάλλεται κανείς. Η σχέση που έχει αναπτύξει με τους θαυμαστές του είναι κυριολεκτικά μυσταγωγική, ένα διαρκές αλισβερίσι αμοιβαίας εκτίμησης κι αγάπης. Θαρρείς ότι ο Σεφερλής τρέφεται από το γέλιο του κόσμου, κι από την άλλη οι θεατές του επιτρέπουν τα πάντα διότι ξέρουν πως υπηρετεί την ανάγκη τους για διασκέδαση. Άλλωστε, αυτό ακριβώς είναι ο Σεφερλής. Ένας ταλαντούχος και πολυδιάστατος διασκεδαστής που σκηνοθετεί, χορεύει, γράφει στίχους και μουσική, παίρνει εκατοντάδες μορφές πάνω στο σανίδι, αυτοσχεδιάζει και δε διστάζει να αυτοσαρκάζεται. Ειδικά ο αυτοσαρκασμός του -«γιατί ήρθατε να με δείτε; δεν το ξέρετε ότι θα φύγετε με κρυοπαγήματα από τις κρυάδες μου;»- αποδεικνύει την οξυδέρκειά του, καθώς χρησιμοποιεί την αρνητική κριτική για να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τους δεσμούς με τους οπαδούς του.
Παρακολουθώντας επί τέσσερις ώρες τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις του κοινού, διαπίστωσα ότι ο βαθμός διείσδυσης του Σεφερλή σε ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας είναι εξαιρετικά υψηλός. Στα δεκαπέντε χρόνια που ασχολείται με τη σάτιρα, κατάφερε να δημιουργήσει μέσα από την τηλεόραση αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, τους οποίους μεταφέρει στο σανίδι. Οι ατάκες, οι συμπεριφορές και τα χαρακτηριστικά των τηλεοπτικών ηρώων (π.χ. Ταξίαρχος Θεοχάρης) συγκροτούν τον κώδικα επικοινωνίας ανάμεσα στον Σεφερλή και το φαν κλαμπ του. Και το στοιχείο αυτό μπολιάζει τις παραστάσεις του με μια χειροπιαστή οικειότητα που λειτουργεί ως όχημα απογείωσης. Οι θεατές, που γνωρίζουν απέξω κι ανακατωτά το «Κατά Μάρκον Ευαγέλιον», συμπεριφέρονται σαν να βρίσκονται στα μπουζούκια. Ζητούν παραγγελιές, λένε μαζί του διάσημα σλόγκαν -«ο παπά Φίλιπς ρουφάει τη σκόνη από μακριά»- και τραγουδούν δικές του διασκευές, όπως το «αυτός ο χ, ο άγνωστος χ σε πήρε από μένα κι εγώ γυρνώ μες τη βροχή με μάτια κλαμένα». Αλήθεια, έχετε δει ποτέ άλλο καλλιτέχνη, πλην τραγουδιστών, να έχει μέσα στο πρόγραμμα του ένα τέταρτο ποτ πουρί με τα καλύτερα σουξέ του;
Φυσικά, η ευρεία λαϊκή αποδοχή του Σεφερλή δεν τον απαλλάσσει από την κριτική. Μολονότι ο τιτάνας της κριτικής θεάτρου, Κώστας Γεωργουσόπουλος, εκθείασε το ταλέντο του το καλοκαίρι του 2011, γεγονός που κακά τα ψέματα ήταν αρκετό για να δω τον «Σουλεϊμάρκ» με σαφώς λιγότερη προκατάληψη, εντούτοις η παράσταση έχει πολλά αγκάθια που μου τρύπησαν το μυαλό. Καταρχάς, ο Σεφερλής σε αναγκάζει ουκ ολίγες στιγμές να υποθέσεις ότι επίτηδες κάνει χαβαλεδιάρικες πλάκες, επιπέδου δημοτικού (π.χ. μπουγελώνει τον Γιάννη Καπετάνιο), για να διατηρεί σε εγρήγορση το νεανικό κοινό του, το οποίο δεν είναι σε θέση να κατανοήσει εμβόλιμες ατάκες, τύπου «τα στρουμφάκια είναι σόιμπλε». Δεύτερον, υπάρχουν σημεία που η αυτό-γελοιοποίησή του όχι μόνο καταντάει κουραστική, αλλά σου προκαλεί δυσανεξία. Πόσες φορές αντέχει κάποιος να δει έναν ομοφυλόφιλο, ντυμένο με σιθρού μπλούζα, γεμάτη στρας, και λεοπαρδαλέ καλσόν, να παριστάνει το ντούρο αρσενικό;
Τρίτον, τσέκαρα αρκετές φορές ότι δύο ηθοποιοί γελούσαν προσποιητά, αδυνατώντας τάχα να κρατηθούν από τις έξυπνες ατάκες του Σεφερλή. Αν αυτό γίνεται συνειδητά και συστηματικά, τότε είναι τουλάχιστον προσβλητικό. Τέλος, η παράσταση είναι εσκεμμένα διαποτισμένη με μία κιτσάτη σεξουαλικότητα, η οποία ξεκινά από τις πρόστυχες γυναικείες στολές, με τους προκλητικούς κορσέδες και τις ψηλοτάκουνες γόβες, και καταλήγει σε ατυχή υπονοούμενα (η γυναικεία κλειτορίδα μοιάζει με μισοκαμένο πεϊνιρλί). Εν κατακλείδι, δεν ξέρω αν ο προικισμένος με ευφυΐα και χιούμορ Σεφερλής αδικεί τον εαυτό του με τις παραστάσεις που ανεβάζει. Σίγουρα, κερδίζει το ψωμί του με τίμιο τρόπο. Γέλιο υπόσχεται και γέλιο προσφέρει, τίποτα παραπάνω. Αυτή η τιμιότητα είναι που οδήγησε εκατοντάδες θαυμαστές του μετά την πτώση της αυλαίας να του ζητήσουν αυτόγραφο. Κι εκείνος, σε αντίθεση με πολλούς άλλους συναδέλφους του, κάθισε υπομονετικά μέχρι τις τρεις τα ξημερώματα, έβγαινε φωτογραφίες και ρωτούσε τον καθένα ξεχωριστά αν πέρασε καλά. Ίσως κι αυτό να ’ναι κομμάτι της καλοστημένης εμπορικής του εικόνας. Ίσως κι όχι. Τα δεσμά με αυτούς που σε αγαπάνε δεν κόβονται εύκολα.
ΠΗΓΗ http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.theatro&id=28799
dy/>
Την περασμένη Παρασκευή, νικημένος από την περιέργειά μου, πήγα στην πρεμιέρα του «Σουλεϊμάρκ» στη Θεσσαλονίκη. Στη διαδρομή, συνειδητοποίησα ότι ήμουν αιχμάλωτος μιας ανείπωτης ενοχής. Έχω την αίσθηση ότι ο Σεφερλής ανήκει σε κείνη την κατηγορία πραγμάτων που κατά βάθος όλοι θέλουν να τα κάνουν για μια φορά, αλλά ντρέπονται. Φτάνοντας έξω από το Ράδιο Σίτυ, πίστεψα ότι με προδίδουν τα μάτια μου. Η φαρδιά είσοδος ήταν κατακλυσμένη από κόσμο, ο οποίος στριμωχνόταν μέχρι το πεζοδρόμιο. Είχα μάθει από μια φίλη μου, που δουλεύει σε θεατρικές παραγωγές, ότι τα εισιτήρια της προπώλησης κόντευαν να εξαντληθούν, όμως η πληροφορία μου φαινόταν δια παντός εξορισμένη από τη σφαίρα της λογικής. «Κρίση έχουμε, ποιος θα δώσει 20 ευρώ για να δει τον Σεφερλή;», της αποκρίθηκα, θεωρώντας ότι εκφράζω το αυτονόητο. Η αμφισβήτησή μου ακυρώθηκε μονομιάς τη στιγμή που ο Κορίνθιος ηθοποιός εμφανίστηκε στη σκηνή, ντυμένος πασάς, πάνω σε ένα ψεύτικο καφέ άλογο.
Η μελαγχολική, λόγω παλαιότητας, αίθουσα του Ράδιο Σίτυ, με τις σιέλ πέτρες στον τοίχο και τις μπορντό καρέκλες να τρεκλίζουν με συχνότητα λόξιγκα, άρχισε να δονείται από έναν σεισμό εκκωφαντικού γέλιου. «Ο άρχοντας της σάτιρας, του γέλιου ο αυτοκράτορας», όπως τον είχε ανακοινώσει το τετραμελές χαρέμι του, προκαλούσε γέλιο μόνο με το βλέμμα του. Ήταν ένα γέλιο ανεξήγητο, μεταδοτικό, νευρικό, που σε κυρίευε και δεν μπορούσες να το αποφύγεις. Χίλια εκατό άτομα, στην πλειοψηφία τους παιδιά και φοιτητές, υποδέχονταν τον Σεφερλή, που είχε να ανηφορίσει στη Θεσσαλονίκη έντεκα χρόνια, σαν τον δικό τους άνθρωπο. «Μάρκο, είσαι αρρώστια» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την πλατεία, για να της απαντήσει ο ίδιος «ευτυχώς για σας, κυρία μου, έφερα μαζί τη θεραπεία».
Ο Σεφερλής έχει μια παροιμιώδη ικανότητα να εντοπίζει δυο-τρεις κατάλληλους «στόχους» στο κοινό και να χτίζει πάνω τους όλη την παράσταση, πειράζοντάς τους με χοντροκομμένα αστεία για την εξωτερική τους εμφάνιση. Κι αν το πείραγμα ξεφύγει, δεν προσβάλλεται κανείς. Η σχέση που έχει αναπτύξει με τους θαυμαστές του είναι κυριολεκτικά μυσταγωγική, ένα διαρκές αλισβερίσι αμοιβαίας εκτίμησης κι αγάπης. Θαρρείς ότι ο Σεφερλής τρέφεται από το γέλιο του κόσμου, κι από την άλλη οι θεατές του επιτρέπουν τα πάντα διότι ξέρουν πως υπηρετεί την ανάγκη τους για διασκέδαση. Άλλωστε, αυτό ακριβώς είναι ο Σεφερλής. Ένας ταλαντούχος και πολυδιάστατος διασκεδαστής που σκηνοθετεί, χορεύει, γράφει στίχους και μουσική, παίρνει εκατοντάδες μορφές πάνω στο σανίδι, αυτοσχεδιάζει και δε διστάζει να αυτοσαρκάζεται. Ειδικά ο αυτοσαρκασμός του -«γιατί ήρθατε να με δείτε; δεν το ξέρετε ότι θα φύγετε με κρυοπαγήματα από τις κρυάδες μου;»- αποδεικνύει την οξυδέρκειά του, καθώς χρησιμοποιεί την αρνητική κριτική για να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τους δεσμούς με τους οπαδούς του.
Παρακολουθώντας επί τέσσερις ώρες τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις του κοινού, διαπίστωσα ότι ο βαθμός διείσδυσης του Σεφερλή σε ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας είναι εξαιρετικά υψηλός. Στα δεκαπέντε χρόνια που ασχολείται με τη σάτιρα, κατάφερε να δημιουργήσει μέσα από την τηλεόραση αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, τους οποίους μεταφέρει στο σανίδι. Οι ατάκες, οι συμπεριφορές και τα χαρακτηριστικά των τηλεοπτικών ηρώων (π.χ. Ταξίαρχος Θεοχάρης) συγκροτούν τον κώδικα επικοινωνίας ανάμεσα στον Σεφερλή και το φαν κλαμπ του. Και το στοιχείο αυτό μπολιάζει τις παραστάσεις του με μια χειροπιαστή οικειότητα που λειτουργεί ως όχημα απογείωσης. Οι θεατές, που γνωρίζουν απέξω κι ανακατωτά το «Κατά Μάρκον Ευαγέλιον», συμπεριφέρονται σαν να βρίσκονται στα μπουζούκια. Ζητούν παραγγελιές, λένε μαζί του διάσημα σλόγκαν -«ο παπά Φίλιπς ρουφάει τη σκόνη από μακριά»- και τραγουδούν δικές του διασκευές, όπως το «αυτός ο χ, ο άγνωστος χ σε πήρε από μένα κι εγώ γυρνώ μες τη βροχή με μάτια κλαμένα». Αλήθεια, έχετε δει ποτέ άλλο καλλιτέχνη, πλην τραγουδιστών, να έχει μέσα στο πρόγραμμα του ένα τέταρτο ποτ πουρί με τα καλύτερα σουξέ του;
Φυσικά, η ευρεία λαϊκή αποδοχή του Σεφερλή δεν τον απαλλάσσει από την κριτική. Μολονότι ο τιτάνας της κριτικής θεάτρου, Κώστας Γεωργουσόπουλος, εκθείασε το ταλέντο του το καλοκαίρι του 2011, γεγονός που κακά τα ψέματα ήταν αρκετό για να δω τον «Σουλεϊμάρκ» με σαφώς λιγότερη προκατάληψη, εντούτοις η παράσταση έχει πολλά αγκάθια που μου τρύπησαν το μυαλό. Καταρχάς, ο Σεφερλής σε αναγκάζει ουκ ολίγες στιγμές να υποθέσεις ότι επίτηδες κάνει χαβαλεδιάρικες πλάκες, επιπέδου δημοτικού (π.χ. μπουγελώνει τον Γιάννη Καπετάνιο), για να διατηρεί σε εγρήγορση το νεανικό κοινό του, το οποίο δεν είναι σε θέση να κατανοήσει εμβόλιμες ατάκες, τύπου «τα στρουμφάκια είναι σόιμπλε». Δεύτερον, υπάρχουν σημεία που η αυτό-γελοιοποίησή του όχι μόνο καταντάει κουραστική, αλλά σου προκαλεί δυσανεξία. Πόσες φορές αντέχει κάποιος να δει έναν ομοφυλόφιλο, ντυμένο με σιθρού μπλούζα, γεμάτη στρας, και λεοπαρδαλέ καλσόν, να παριστάνει το ντούρο αρσενικό;
Τρίτον, τσέκαρα αρκετές φορές ότι δύο ηθοποιοί γελούσαν προσποιητά, αδυνατώντας τάχα να κρατηθούν από τις έξυπνες ατάκες του Σεφερλή. Αν αυτό γίνεται συνειδητά και συστηματικά, τότε είναι τουλάχιστον προσβλητικό. Τέλος, η παράσταση είναι εσκεμμένα διαποτισμένη με μία κιτσάτη σεξουαλικότητα, η οποία ξεκινά από τις πρόστυχες γυναικείες στολές, με τους προκλητικούς κορσέδες και τις ψηλοτάκουνες γόβες, και καταλήγει σε ατυχή υπονοούμενα (η γυναικεία κλειτορίδα μοιάζει με μισοκαμένο πεϊνιρλί). Εν κατακλείδι, δεν ξέρω αν ο προικισμένος με ευφυΐα και χιούμορ Σεφερλής αδικεί τον εαυτό του με τις παραστάσεις που ανεβάζει. Σίγουρα, κερδίζει το ψωμί του με τίμιο τρόπο. Γέλιο υπόσχεται και γέλιο προσφέρει, τίποτα παραπάνω. Αυτή η τιμιότητα είναι που οδήγησε εκατοντάδες θαυμαστές του μετά την πτώση της αυλαίας να του ζητήσουν αυτόγραφο. Κι εκείνος, σε αντίθεση με πολλούς άλλους συναδέλφους του, κάθισε υπομονετικά μέχρι τις τρεις τα ξημερώματα, έβγαινε φωτογραφίες και ρωτούσε τον καθένα ξεχωριστά αν πέρασε καλά. Ίσως κι αυτό να ’ναι κομμάτι της καλοστημένης εμπορικής του εικόνας. Ίσως κι όχι. Τα δεσμά με αυτούς που σε αγαπάνε δεν κόβονται εύκολα.
ΠΗΓΗ http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.theatro&id=28799
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου