Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

ΤΟ ΒΑΡΔΑΛΗ ΔΟΜΟΚΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897



Ένα  ιστορικό  όνομα

 

               Λίγο αφού λευτερώθηκε η Θεσσαλία από τους Τούρκους μετά την προσάρτησή της το 1881 στην Ελλάδα, οι Μπεκριλεριώτες, που αριθμούσαν τριάντα τρεις φαμελιές, αγόρασαν απ’ τους Τούρκους που ετοιμάζονταν να φύγουν, τα κονιαρόσπιτα στο χωριό Βαρδαλή, τα οικόπεδα, τα χωράφια, τα λιβάδια και το βουνό μέχρι πάνω στον Κασιδιάρη, που είναι τα σύνορα με το χωριό Τσιατμά. Έδωσαν πολλά γρόσια και υπόγραψαν ταπιά στα Φέρσαλα. Μερικά απ’ αυτά ήταν συνταγμένα στα Ελληνικά και κάποια άλλα στα Τούρκικα με αράβικη γραφή.           
               Το χωριό και πριν το 81 το έλεγαν Βαρδαλή, από τότε που ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, έστειλε τον αυλικό του αξιωματικό Βάρδαλη, να πολεμήσει στη Λάρισα τον αρχηγό των Νορμανδών Βοημούνδο, που είχε ρημάξει τον τόπο.  Τότε ο στρατός κινιόνταν αργά με τα πόδια και τα άλογα και για πολύν καιρό μπορούσε να στρατοπεδέψει σ’ ένα τόπο, μπορεί και μήνες ολάκερους.             
                  Ο Βάρδαλης λοιπόν βρήκε εκείνο το μέρος που ήταν στα ριζά του βουνού, νότια απ’ τα χαλάσματα της αρχαίας Πρόερνας και ποτίζονταν απ’ ένα κατακάθαρο ποταμάκι, που βύζαινε ασταμάτητα τον Κασιδιάρη κι αφού σέρνονταν για αρκετά χιλιόμετρα στο νότιο άκρο του Θεσσαλιώτικου κάμπου, ποτίζοντας δέντρα και σπαρτά, έριχνε κουρασμένο τα νερά του στα παραποτάμια του Πηνειού. Αμέσως το είδε πολύ κατάλληλο να καλοξεχειμάσει με το στρατό του. Κι όταν θα ρχόταν η άνοιξη και θάφευγαν τα χιόνια και θα χλόιζε ο τόπος και θάβγαζε ροδάμι το πουρνάρι, θάτρωγαν τ’ άλογα να δυναμώσουν κι οι πολεμάρχοι θάπιναν πρόβιο και γίδινο γάλα και θάτρωγαν τρυφερά αρνιά και κατσίκια κι ύστερα θάστρωναν τα σχέδια από πού και πώς θα ορμούσαν στην καρδιά του κάμπου, να ξεμπήξουν από κει τον ξένο δυνάστη.           
              Και όλα πήγαν κατ’ ευχή. Ο Βάρδαλης με το Βυζαντινό στρατό τσάκισε τους Νορμανδούς κι έδιωξε τον Βοημούνδο για τη χώρα του. Κατόπι γύρισε ο νικητής στρατηγός στη Βασιλεύουσα, να πει τα καθέκαστα στον ένδοξο Βασιλέα και να ξεκουράσει το στρατό και τα ζωντανά, που ήταν τσακισμένοι απ’ το μεγάλο ταξίδι και τις μάχες με τον εχθρό. 
              Όταν έφυγε λοιπόν ο Βάρδαλης, έμεινε να λένε οι γύρω κάτοικοι, γεωργοί και κτηνοτρόφοι, το μέρος που στρατοπέδεψε εκείνος «ο τόπος του Βάρδαλη» και αργότερα που κτίστηκαν εκεί κάποια σπίτια, «στο Βάρδαλη» ή «στο Βαρδαλή»ονομασία που κράτησαν και οι Τούρκοι κονιάροι, που έχτισαν εκεί τα δικά τους σπίτια και καλλιέργησαν τα χωράφια και βόσκησαν τα γιδοπρόβατά τους, τα γελάδια και τις γκαμήλες στα βοσκοτόπια, όταν η Θεσσαλία έπεσε στα χέρια των Οθωμανών.  
             Αγόρασαν λοιπόν οι Μπεκριλεριώτες το Βαρδαλή και όταν γλήγορα αρατίστηκαν και οι τελευταίοι Τούρκοι, πήραν οι δικοί μας τις φαμελιές τους, τα υπάρχοντά τους και τα κοπάδια τους και ήρθαν στο κονιαροχώρι. Εκεί διόρθωσαν τα παλιά τουρκόσπιτα, φύτεψαν κληματαριές, μουριές και μυγδαλιές στις αυλές και τα οικόπεδα και άνοιξαν δυο τρία πηγάδια γιατί το νερό απ’ τις λιγοστές παλιές τουρκόβρυσες με τα κιούγκια, το κιρέτσι και τις πέτρινες κούπες, δεν έφτανε να πιει και να ξοδέψει στο νοικοκυριό το χωριό. Κι αυτές οι βρύσες ήταν για παραπάνω από 80 χρόνια ο τόπος συνάντησης των γυναικών, που πάγαιναν εκεί με τις βαρέλες, τις λαϊνες και τα γκιούμια αργότερα, να φέρουν νερό. Εκεί συζητούσαν τα νέα του χωριού, τα καλά και τα άσκημα κι εκεί έστρωναν τις περισσότερες προξενιές.                                           
              Στο πάνω μέρος του χωριού, ακριβώς δίπλα απ’ το ρέμα, εκεί που αρχίζουν τα θεόρατα πλατάνια με τις μεγάλες κουφάλες, που θέλουν τρεις τουλάχιστον άντρες να ενώσουν τα χέρια για ν’ αγκαλιάσουν τον κορμό τους, υπήρχε μια λουτροστέρνα όπου έπαιρναν οι αγάδες με τις χανούμισσες τους τον μπάνιο τους, για να τους φύγουν τα σπυριά και οι πόνοι, ο Άμπλας του Λούκα. Και φαίνεται ότι η λουτροπηγή ήταν γνωστή από τη Ελληνικη Αρχαιότητα, διότι στο ίδιο μέρος βρέθηκαν αρχαία νομίσματα και κοσμήματα, στον αγρό που βρίσκεται ακριβώς δίπλα και λίγο ψηλότερα από την πηγή.
             Οι Μπεκριλεριώτες, το πρώτο που έκαναν, όταν ήρθαν στο νέο χωριό, ήταν να γκρεμίσουν το τούρκικο Τζαμί, που ήταν στο κέντρο του χωριού και να χτίσουν την εκκλησιά του Αϊ- Γιώργη, που ήταν ο προστάτης τους και στο προηγούμενο χωριό, το Μπεκριλέρ. Για το λόγο αυτό κουβάλησαν στις καζιάκες εκλεκτή πέτρα απ’ το βουνό κι έφεραν απ’ τους καλύτερους Ηπειρώτες μαστόρους να χτίσουν το ναό, μεγάλο με διό σειρές κίονες και ψηλό καμπαναριό μακριά απ’ την εκκλησιά στη γωνιά της αυλής.                        
              Ύστερα οι τεχνίτες τη σοβάτισαν και την έβαψαν. Και πήγε η επιτροπή στο Βόλο για να πάρει αγιογράφο να ζωγραφίσει τις εικόνες. Πολύ καλός καλλιτέχνης. Μιλούσαν οι εικόνες που έβγαιναν απ’ τα χέρια του, μα πιο πολύ απ’ την ψυχή του. Μόνο που έκανε ένα λάθος. Έφτιαξε το Χριστό κοντύτερο απ’ τον Αϊ-Γιάννη τον Πρόδρομο, κάτι που αργότερα αποφάσισε να διορθώσει ο παπά-Στέλιος, βάζοντας ένα μπογιατζή από τη Λαμία να ζωγραφίσει πάνω στον κοντό Χριστό έναν άλλο ψηλότερο, κακότεχνο βέβαια και άγριο στην όψη αλλά οπωσδήποτε πιο ψηλό απ’ τον Αϊ-Γιάννη.Και έφεραν οι Βαρδαλιώτες άγια λείψανα απ’ την Κωσταντινούπολη και τα τοποθέτησαν κάτω απ΄την πέτρινη Άγια-Τράπεζα, σε μια ειδική θήκη και στα εγκαίνια ήρθε ο δεσπότης και ευλόγησε την καινούργια εκκλησιά και τους ανθρώπους.                           
                Από τότε πέρασαν δεκαπέντε χρόνια. Κάποιοι γέροντες, απ’ αυτούς που ήρθαν απ’ το Μπεκριλέρ πέθαναν και πολλά παιδιά γεννήθηκαν. Οι κληματαριές και οι μουριές μεγάλωσαν και οι Βαρδαλιώτες με τη βοήθεια του κράτους έχτισαν δίπλα στην εκκλησία το Σχολειό του χωριού, μονώροφο με μια αίθουσα, ένα γραφείο και ένα δωμάτιο να μένει ο δάσκαλος. Εκεί μαζεύονταν τ’ αγόρια του χωριού να μάθουν γράμματα, γιατί κείνα τα χρόνια τουλάχιστον στα χωριά, τα κορίτσια δεν πάγαιναν στο σχολείο. Τα κοπάδια πλήθαιναν, και σ’ αυτό το νέο χωριό η ζωή τους είχε καλυτερέψει πολύ, αφού δεν είχαν και τον αγά πάνω απ’ το κεφάλι τους, και τα χωράφια τους ήταν περσότερα και καλύτερα και η βοσκή ατέλειωτη στις ράχες, τα λακκώματα και τα τσαΐρια.

Η  ντροπή  του  97

 

                Και κει που λογάριαζαν τι θα κάνουν με τα χωράφια και τα ζωντανά, ήρθε ο πόλεμος. Ο άτυχος εκείνος πόλεμος του 1897 όπου αναίτια από λάθη δικών μας ταπεινώθηκε η Πατρίδα μας, νικηθήκαμε, πήραν ανάμεσα σ’ άλλα το χωριό οι Τούρκοι κι έφτασαν μέχρι την Ταράτσα της Λαμίας, πέρα απ’ το χάνι του Δραχμάν Αγά κι αν δεν τους σταματούσαν οι Ρώσοι θα έφταναν μέχρι τη Λιβαδειά και την Αθήνα. Ο παππούς του Άγγελου τότε ήταν τριάντα χρονών και η γιαγιά του, που ήταν παντρεμένη στο Ασλανάρ με άλλον άντρα, είκοσι πέντε.  Το χωριό έμεινε στα χέρια των τούρκων, όπως και τα άλλα μέρη που είχαν πάρει ύστερα από την ήττα στη μάχη του Δομοκού, περίπου εφτά μήνες. Ύστερα έγινε συμφωνία κι έφυγαν. Ο Άγγελος θυμάται όταν ήταν το 1958 μαθητής στο Γυμνάσιο του Δομοκού δυο γεγονότα που είχαν σχέση με αυτόν τον  πόλεμο:      
              Κάτω από το κάστρο του Δομοκού έμενε σ’ ένα χαμηλό σπιτάκι ένας λεβεντόγερος με μούσι που τον έλεγαν Γερο-Τεμπέλη. Αυτός ο γέροντας λοιπόν μια μέρα πάνω στο κάστρο, ανάμεσα σ’ άλλες ιστορίες που έλεγε σε τρία τέσσερα παιδιά, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο Άγγελος, είπε πως στον πόλεμο του 1897 έμεινε λίγες βραδιές στο σπίτι τους ένας νεαρός Έλληνας αξιωματικός, που τον έλεγαν, Παύλο Μελά. Ύστερα από την ταπεινωτική ήττα των Ελλήνων στη μάχη που δόθηκε σε μια δυο μέρες και για την οποία έβρισκε υπεύθυνους το διάδοχο αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο και μερικούς αξιωματικούς, είπε στον πατέρα του Γερο-Τεμπέλη, πως δεν άντεχε την ταπείνωση και ήθελε να αυτοκτονήσει. Τότε αυτός τον συμβούλεψε:  
         
            -Καπετάνιο η Πατρίδα σε χρειάζεται. Θα πολεμήσεις και σε πολλές άλλες νικηφόρες μάχες.            
            -Έχεις δίκιο γέροντα, του απάντησε εκείνος. Θα φύγω γρήγορα για τη Μακεδονία.
Και ξέρουμε πως τήρησε το λόγο του….              
            Το άλλο γεγονός συνέβηκε πάλι στο Δομοκό την επόμενη χρονιά, το 1959:Η ώρα ήταν οχτώμιση περίπου το βράδυ και το σκοτάδι της Νοεμβριάτικης νύχτας είχε πέσει για καλά στην ανταριασμένη πόλη. Ο Άγγελος με δυο φίλους του ήταν στο δρόμο ακριβώς έξω από το Γυμνάσιο . Ξαφνικά φάνηκαν να έρχονται από κάτω τα φώτα μιας κούρσας, που πλησίασε αργά τα παιδιά και σταμάτησε να τα ρωτήσει κάτι. Ο Άγγελος βρίσκονταν πιο κοντά και πλησίασε το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου. Μέσα ήταν ένας φαλακρός άντρας ως εξήντα χρονών και μια κοπέλα. Κάτι ρώτησε ο ηλικιωμένος στα ξένα. Το παιδί δεν κατάλαβε. Σε μια στιγμή ο ηλικιωμένος άντρας είπε τη λέξη « Γκαριμπάλντι ». Ο Άγγελος κάτι είχε ακούσει για τον Γαριβάλδη και ήξερε ότι στο δρόμο για τη Βοηβόντα στο Δομοκό, ήταν ένα μνημείο αφιερωμένο στους Γαριβαλδινούς. (Αργότερα ο Άγγελος έμαθε πως το μνημείο αυτό ήταν τούρκικο). Είπε λοιπόν στον ξένο, που μάλλον ήταν Ιταλός: 
            - Μνημείο, μάρμαρο, Γαριβάλδη;                                                             
           - Σι, απάντησε εκείνος, μνημείο, μάρμαρο σε σπαστά Ελληνικά.           
            Τότε ο Άγγελος προθυμοποιήθηκε να τους δείξει, πού είναι το μνημείο και επειδή αυτό ήταν μακριά, ανέβηκε μαζί τους στο αυτοκίνητο και ύστερα από ένα χιλιόμετρο περίπου έφτασαν στο μνημείο που βρίσκεται λίγο ψηλότερα από το δρόμο. Εκεί σταμάτησε το αυτοκίνητο και ο ηλικιωμένος Ιταλός με τον Άγγελο βγήκαν έξω. Η κοπέλα δεν κουνήθηκε καθόλου από τη θέση της και δεν έβγαλε άχνα στη διαδρομή. Ο ξένος άντρας και το παιδί προχώρησαν στον ανήφορο προς το μνημείο. Όταν έφτασε κοντά ο Ιταλός αγκάλιασε το μνημείο με τα χέρια του και στάθηκε έτσι για ένα λεπτό. Κατόπι έβγαλε ένα κουτί σπίρτα από την τσέπη του και προσπαθούσε να διαβάσει τα γράμματα του μνημείου κλαίγοντας ταυτόχρονα και προφέροντας τις λέξεις :
           -Κόμπρε κτάνο, κόμπρε κτάνο. Αυτές ή περίπου αυτές.
           O Άγγελος δεν κατάλαβε τίποτε. Είχε συγκινηθεί και ο ίδιος με το κλάμα του ηλικιωμένου τουρίστα. Ήθελε να τον ρωτήσει πολλά και το έκανε στη επιστροφή αλλά και πάλι δεν κατάλαβε τίποτε απ΄αυτά που του απάντησε ο μάλλον απόγονος κάποιου σκοτωμένου στη μάχη του Δομοκού το 1897 Γαριβαλδινού. Και ακόμη ο Άγγελος τώρα που πλησιάζει την ηλικία εκείνου του νυχτερινού επισκέπτη των παιδικών του χρόνων, θέλει να βρει έναν Ιταλομαθή και να τον ρωτήσει τι σημαίνει η φράση                 «κόμπρε κτάνο».        
    
 ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΑΝ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1897 

A/A

ΟνοματεπώνυμοΗμερομηνία ΘανάτουΤόπος Θανάτου Τόπος
Γέννησης
1ΑΓΟΡΟΥ, ΚΩΝ.06/04/1897ΧΑΣΑΝ-ΜΠΕΛΚΑΤΩΧΩΡΙ
2ΑΚΡΙΒΟΥΛΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ06/04/1897ΧΑΣΑΝ-ΜΠΕΛΣΟΦΟΜΠΑΣΙ
3ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ06/05/1897ΔΡΑΧΑΝΙΝΖΑΓΟΡΑ
4ΑΣΒΕΣΤΑΣ, ΒΑΙΟΣ01/04/1897ΔΟΜΟΚΟΣΚΑΤΩΧΩΡΙ
5ΒΕΛΙΣΣΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΘΩΜΑΣ07/05/1897ΠΑΛΙΟΚΟΥΛΙΑΝΕΜΠΕΓΛΕΡ
6ΗΡΑΚΛΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ01/05/1897ΤΑΡΑΤΣΑΜΕΛΙΣΣΑ
7ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ06/04/1897ΧΑΣΑΝ-ΜΠΕΛΑΓΙΑΣ
8ΚΟΥΡΤΗΣ, ΕΥΘΥΜΙΟΣ06/04/1897ΜΠΟΥΡΝΑ ΤΡΥΠΑΔΡΙΣΚΟΥΛΙ
9ΚΥΡΙΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, ΘΩΜΑΣ06/04/1897ΧΑΣΑΝ-ΜΠΕΛΠΙΤΣΑΡΑ
10ΜΟΥΝΤΟΥΚΟΥΛΗΣ, ΚΩΝ/ΝΟΣ07/04/1897ΚΛΕΦΤΟΓΕΝΤΙΚΙ(ΜΕΝΕΞΕΝ)ΣΟΥΜΠΑΣΙ
11ΜΥΛΩΝΑΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ06/04/1897ΜΕΛΟΥΝΑΑΜΠΕΛΑΚΙΑ
12ΝΙΕΤΟΥΛΑΣ, ΣΩΤΗΡΙΟΣ06/04/1897ΧΑΣΑΝ-ΜΕΛΟΥΝΑΣΕΛΙΤΣΑΝΗ
13ΝΤΟΒΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ06/04/1897ΧΑΣΑΝ-ΜΠΕΛΧΑΤΖΟΜΠΑΣΙ
14ΝΤΟΚΟΥΛΗΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ06/04/1897ΓΚΡΙΤΖΟΒΑΛΙΤΥΡΝΑΒΟΣ
15ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ08/04/1897ΒΡΥΣΕΣΤΥΡΝΑΒΟΣ
16ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ06/04/1897ΓΚΡΙΤΖΟΒΑΛΙΤΥΡΝΑΒΟΣ
17ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ23/05/1897ΤΕΚΕ-ΤΑΤΑΡΦΙΛΙΠΠΟΥΠΟΛΗ
18ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ08/04/1897ΓΟΔΑΜΑΤΟΠΟΥΣΛΑΡ
19ΠΛΑΣΤΑΡΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ07/05/1897ΤΑΡΑΤΣΑΤΟΠΟΥΣΛΑΡ
20ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΝ/ΝΟΣ01/04/1897ΤΥΡΝΑΒΟΣ
21ΣΒΟΛΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ07/05/1897ΤΑΡΑΤΣΑΤΥΡΝΑΒΟΣ
22ΣΕΡΜΕΤΗΣ, ΚΩΝ/ΝΟΣ05/04/1897ΓΚΡΙΤΖΟΒΑΛΙΠΛΑΤΑΝΟΥΣ
23ΣΟΦΑΔΙΤΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ07/04/1897ΓΚΡΙΤΖΟΒΑΛΙΒΑΡΔΑΛΗ
24ΤΣΕΤΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ01/04/1897ΒΕΛΕΣΤΙΝΟΣΥΚΙΑ
  
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα στοιχεία του πίνακα προέρχονται από σάϊτ του ιντερνέτ, που αναφέρεται στον ατυχή αυτό πόλεμο.


πηγη  http://www.ekkara.gr
                                                                            
dy/>

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου