Ανάσα. Ανάσα δεν μπορώ να πάρω. Βγαίνω στη βεράντα κι ακολουθώ την ίδια διαδρομή. Είναι ξεπατωμός αυτό. Την ίδια διαδρομή... Όπως και χθες. Όπως προχθές. Δεν τα ξεχωρίζω πια. Σε ποια ημερολόγια παλιά να βρω καταφυγή; Εκείνα ίσως με τα στιχάκια.. Να ξαναορίσω τις μέρες. Να τις ξαναμετρήσω όπως παλιά. Διακριτές. Ξεχωριστές. Κυρίαρχες.
Δευτέρα, Τρίτη... Βράδυ Σαββάτου.
Αρχή. Μέση. Προσμονή...
Βήμα ένα, βήμα δυο...
Σταματώ.
Οι αστραπές κι οι κεραυνοί δεν προειδοποιούν.
Ούτε και τ΄ αγρίμια. Έρχονται εκεί που δεν το περιμένεις, ίσως και ένα τέτοιο άχρωμο απόβραδο.
Εδώ ανάμεσα στη μέρα και στη νύχτα. Πάνω σε αυτό το συνεχές του ρητού και του άρρητου, μια μαύρη τελεία στην ευθεία του χρόνου ολογλυστρά. Μια και μοναδική. Σχεδόν γκρίζαρε πια. Κι όμως την ευθεία εξακολουθεί να την ορίζει. Κοντοστέκεται από σημείο της σε σημείο. Οσφραίνεται...
«Ως μοναχικός λύκος στο σύνορο του κόσμου»...
Ξεπηδά αυτή η σκέψη απ΄ το σκότος καθώς παρατηρείς τις άγονες μέρες και τα αδέσποτα βράδια σου, νύχτα Σαββάτου.
«Ένα σύνορο που συνεχώς μετατίθεται. Και το αγρίμι ακολουθεί τη διαδρομή –πάντα στο σύνορο- και δείχνει τα δόντια του.
«Σε ποιόν;». Αναρωτιέσαι...
«Και σε σένα, μην απορείς» μια μικρή ανατριχίλα μέσα σου σε προειδοποιεί...
«Αθώα αλλά, εκεί έξω, σ΄ αυτόν τον κόσμο χωρίς καμπυλότητα, τον άκαμπτο κόσμο, η αθωότητα δεν έσωσε κανέναν και ποτέ... Εκεί ανάμεσα σε δυο ρητά το αγρίμι ψάχνει και βρίσκει ένα άρρητο. Νόμος».
Αίφνης, κυνηγημένες ως είναι, λαχανιάζουν οι στιγμές. Οι δικές σου. Κοντανασαίνεις και λες:
«Να γείρω λίγο. Ανάμεσα στο ρητό και στο άρρητο. Ίσως να φτιάξω καινούρια Άλγεβρα, μα πως δεν το σκέφτηκα; Aνάμεσα...».
Να ξεχάσεις και τις στιγμές και το κυνήγι. Αυτό θέλεις... Να αφεθείς... Είσαι αθώα εξ΄ άλλου, μήπως δε στα είπαν καλά και το αγρίμι εξαιρεί τους αθώους απ' το κομμάτιασμα;
Σιγανεύεις το βήμα... Το αγρίμι ακολουθεί, πάντα σε σταθερή απόσταση... "Εκείνο το αγρίμι, εκείνο κι ο κυνηγός...". Σκέφτεσαι. . Κοντοστέκεσαι. Όχι δεν είσαι θήραμα. Αθώα είσαι. Κι αυτό απέναντι. Με το βλέμμα του άγρυπνο κι αχαρτογράφητο... Το κοιτάς κατάματα με όλη σου την αθωότητα. Ίσως είναι ένα θλιμμένο αγρίμι. Που χρειάζεται συντροφιά και αγάπη... Του γελάς... Ίσως...
Και σε παγιδεύει.
Ακολουθεί τη φύση του, το ίδιο όπως κι οι στιγμές...
Κι ύστερα...
Καταδίκη.
Ισόβια.
Εις το διηνεκές.
Αρπάζει και σέρνει την ψυχή σου στο άπατο πηγάδι του μικρού απείρου. Εκεί, χωρισμένη απ΄το σώμα, βαριανασαίνει. Γίνεται αγκούσα...Φάντασμα του εαυτού της... "Ας πρόσεχες...Σε είχα προειδοποιήσει..." Η μικρή ανατριχίλα μέσα σου δικαιώνεται...
Κι εσύ συλλογίζεσαι -τι παράξενο, αλλά αυτό συμβαίνει στα παραμύθια- ακόμα μπορείς και συλλογίζεσαι:
«Που είμαι τώρα;».
Το σώμα σου παγωμένο στο χείλος της αβύσσου.
Ωστόσο δυο κομμάτια του πάλλονται ακόμη και αναριγούν.
Ένα κατακόκκινο, σάρκινο. Η καρδιά σου που δεν παραδίνεται, επιμένει στο «Αχ»
Και η ακοίμητη ουσία του μυαλού σου. Που επιμένει στο «Γιατί;».
Απόκριση κι απάντηση καμιά... Το κυνήγι δεν έχει δισταγμούς. Ούτε επιτρέπει χρονοτριβές. Χρειάζεται σάρκες κομματιασμένες και αίμα...
Κι άξαφνα... Εκείνο...
Εκείνο το πρώτο πρώτο δάκρυ σου...
Εκείνο που ράγισε τον πρώτο πάγο στο παραμύθι αυτό... Ολοζώντανο.
Υγρό...
Ελευθερώνεται πάνω στο μαρμαρωμένο πρόσωπο.
Κι έτσι, ρευστό, ξεφεύγει απ΄ την παγωνιά...
Σταλάζει στο λιθάρι εμπρός σου. Το ριζιμιό.
Κι εκεί φυτρώνει ένα δεντρί, ένα κλαράκι τόσο δα...
Μα μην το πεις ελπίδα.
Ζωή που επιμένει να το πεις.
Εις το διηνεκές.
Και είναι που το φως πάντα νικά το σκότος...
Κι είναι το φως που πάντα απορροφά το μαύρο.
-Ω καινούριοι νόμοι της ποίησης της ακριβής και των απέθαντων παραμυθιών!-
Κι είναι το φως που χοροπηδώντας στιγμή τη στιγμή πάνω στο άρρητο και στο ρητό
–εκείνο να τα ορίζει-
Είναι το νικητήριο φως που βγάζει τη γλώσσα του στην απώλεια, στην αρρώστια και στη συμφορά.
Και σ΄ όλους τους χαμούς.
Ακόμη και στο κομμάτιασμα από αγρίμια...
Κι είναι το φως...
Τόσο φωτεινό...
Όπως εκείνο το φωτεινό της Παναγιάς το δάκρυ, το σεπτό το δάκρυ του αθώου, ραγίζει την καρδιά του σκότους.
Και ξεπετιούνται θαύματα, σα δεντράκια τολμηρά σε ριζιμιό λιθάρι...
Σε πείσμα των καιρών και του χάους ξαναγεννιέται και επανέρχεται ο κόσμος.
Από ένα τόσο δα δάκρυ που ξέφυγε απ΄ τον πάγο. Κι από ένα μικρό δεντρί, που ποτίστηκε από αυτό τ' αγίασμα και φύτρωσε σε ριζιμιό λιθάρι. Κι ανάστησε το φως με τ΄ άνθη τα λευκά του!
Εις το διηνεκές...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου