Ήμουν ο μοναδικός επιβάτης του πλοίου για Γαύδο. Όταν η μπουκαπόρτα του ‘Samaria I’, του καραβιού που είχε ξεκινήσει από τη Χώρα Σφακίων δύο ώρες νωρίτερα, ακουμπούσε στις 11:07 την Τρίτη, 21 Φλεβάρη, στο λιμάνι της Καραβέ, ένα από τα μέλη του πληρώματος με αποχαιρέτησε και μου φώναξε χαμογελώντας:“Όπως βλέπεις για σένα ήρθαμε. Όταν βαρεθείς, πάρε μας τηλέφωνο να γυρίσουμε να σε πάρουμε”.
Όχι μόνο ήμουν ο μοναδικός επιβάτης -πλην του πληρώματος- στο συγκεκριμένο πλοίο, αλλά όπως θα μάθαινα από τους ντόπιους τις επόμενες μέρες, ήμουν και ο μοναδικός τουρίστας σ’ ολόκληρο το νησί, αφού κανείς ξένος δεν περνά απαρατήρητος το χειμώνα στη Γαύδο.
Αν και τα περισσότερα καλοκαίρια της ζωής μου τα έχω περάσει στην Παλιόχωρα, στο νοτιοδυτικότερο λιμάνι των Χανίων, από το οποίο μαζί με τα Σφακιά ξεκινούν τα δρομολόγια για το νοτιότερο νησί της Ευρώπης, δεν είχα περάσει ποτέ απέναντι. Στόχος του συγκεκριμένου ταξιδιού ήταν να ζήσω ένα τριήμερο σ’ ένα από τα πιο απομακρυσμένα μέρη της Ελλάδας, σε μια εποχή που (σχεδόν) δεν υπάρχει ίχνος από τους δύο με τρεις χιλιάδες τουρίστες που κοιμούνται κάθε βράδυ του Ιούλη και του Αυγούστου στις παραλίες του. Στο καράβι της επιστροφής ήμουν πια σίγουρος πως η καλοκαιρινή Γαύδος που μου έχουν διηγηθεί και η χειμερινή που έζησα, είναι δύο εντελώς διαφορετικά μέρη.
~~~
Ήντα πας να κάνεις τέτοια εποχή στη Γαύδο; Ούλοι καλοκαίρι πάνε. Και βρωμούνε. Δεν μπορείς να τους πλησιάσεις. Εγώ δεν έχω πάει ποτέ μου κι ούτε θέλω να πάω. Ήντα να κάμω εκειά; Για να πηγαίνεις εδά όχι μόνο δεν θες κόσμο, ησυχαστήριο θες. Μόνο ο Θεός ξέρει τι συμβαίνει εκειά πέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου