Μέρα που είναι.... Αφιερωμένο σ΄ αυτές τις γυναίκες, που ενώ "ήπιαν της ελιάς το φαρμάκι", δεν το έβαλαν κάτω μέχρι την τελευταία τους στιγμή... Γιατί είχαν η μια την άλλη. Αφιερωμένο ιδιαιτέρως στην θεία μου Αθηνά Ζιάκα...
Ισμήνη
Μείναμε εμείς τα τέσσερα στο χωριό κι έπρεπε να δουλέψουμε. Εμένα και την Αντιγόνη δε μας έστελνε στο σχολείο η μάνα μ’. Γιατί ήμασταν κορίτσια. Μόνο τα παιδιά έστελνε. Τον Νίκο και τον Κωσταντή. Το σχολείο ήταν μακριά απ’ το σπίτι μας. Στη μέση ήταν ένα ρέμα με πλατάνια. Ήταν κι ένας θεόρατος πλάτανος εκεί, με μια μεγάλη κουφάλα. Το θυμάμαι σαν τώρα δα να τον βλέπω. Κι αυτά πάγαιναν και κρύβονταν μέσα σ’ αυτή τη κουφάλα, δε πάγαιναν σχολείο. Κι έρχονταν και κουρασμένα ύστερα. Τα ρώταγε η μάνα μ’.
«Τι μάθημα είχατε σήμερα Νίκο;».
«Κα κα κα η κότα» έλεγε ο Νίκος. Κάθε μέρα.
«Καλά, δε σας αλλάζει αυτός ο δάσκαλος;».
«Ε, δε μας αλλάζει».
Όλο ψέματα έλεγε τούτος εδώ.
Σηκώνεται κι η μάνα μ’ μια μέρα, πάει στο δάσκαλο.
«Έλα δω ρε δάσκαλε, κάθε μέρα σ’ αυτά τα παιδιά τα δικά μ’ κα κα κα η κότα βάζετε;».
«Ταξιάρχαινα, λέει ο δάσκαλος, δε ρχόνται τα παιδιά τα δικά σου στο σχολείο».
Κόκαλο η μάνα μ’.
«Δε ρχόνται; Και πού πάν;»
«Ξέρω γω που παν; Πάντως εδώ δε ρχόνται».
Πήγε να πεθάνει η μάνα μ’ απ’ το κακό της. Τον έπιασε ύστερα τον Νίκο, τον έδειρε, ξέρω γω τι τον έκανε. Δεν είδα, δεν ήμαν μπροστά. Εμείς τα κορίτσια ήμασταν τσοπάνηδες. Μια ζωή τσοπάνηδες.
Δέκα χρονών θα ήμαν, όταν ετούτος εδώ ο μεγάλος μάς έβαλε να στουμπίσουμε δεμάτια. Έφυγαν αυτοί, κάπου πήγαν με τη μάνα μ’. Θυμάμαι εμείς πεινάσαμε κι ήταν μια κερασιά εκεί κοντά. Πήγαμε και φτάσαμε κεράσια να φάμε. Ξαναγυρίζει ο Νίκος απάν’ και μας έπιασε στα πράσα. Μας χόρτασε ξύλο. Ξύλο να ιδούν τα μάτια σ’, όχι αστεία.
Τον Νίκο ύστερα, που πάει δεκατρία χρονών, τον πήραν στη Καρυά τ’ αδέρφια μας. Τον έβαναν τσοπάνο στα πρόβατα. Να φυλάει ξένα. Να παγαίνει η μάνα μ’, να παίρνει στάρι, να τρώμε. Τι στάρι, να έτσι, στο προσκέφαλο τον έδωναν. Πόσο πιάνει ένα προσκέφαλο;
Και κάποτε έφτασε να μ’ πει τώρα τελευταία.
«Πάγαινα» λέει, «και δούλευα εγώ στα ξένα και σας έφερνα ψωμί και τρώγατε».
«Τι τρώγαμε» λέω, «πόσο χώραγε το προσκέφαλο;».
Το γύρισε ύστερα.
«Τι να σας κάνω, έρχεταν ο Σφήκας και μου τα έπαιρνε και το στάρι και τα λεπτά».
Ο Σφήκας ήταν μπάρμπας μας, άντρας της αδερφής της μάνας μου. Αυτός που πήρε στο λαιμό του την Αντιγόνη αργότερα. Αυτός έκαμε το προξενιό και πάντρεψε το γιο της αδερφής του της Μαριώς με την Αντιγόνη. Ένα κάθαρμα μαύρο από μέσα κι απ’ έξω. Απ’ τα λίγα.
«Πώς έρχεταν» λέω «ο Σφήκας, τη στιγμή απού ‘χες μάνα;».
«Ε, έρχεταν με το έτσι θέλω. Σφήκας ήταν αυτός, ποιος κόταγε να τον πει όχι εκείνα τα χρόνια».
Πέρναγαν καναδυό μήνες, δεν άντεχε, σηκώνονταν έφευγε απ’ την Καρυά ο Νίκος, έρχονταν στο χωριό. Μάλωνε με τη μάνα μ’.
«Γιατί έφυγες, τι να σας κάνω εγώ τώρα, τι θα φάμε πέντε στόματα;».
Ξερό κεφάλι αυτός, δε την άκουγε.
Ο Κωσταντής μας, τι να μας κάνει κι αυτό, ήτανε μικρό. Πάγαινε στα πράματα τα δικά μας και δεν έκρενε.
Τότε, θυμάμαι, ήμαν έντεκα χρονών ακριβώς και η Αντιγόνη στα δεκατρία. Και μ’ λέει μια μέρα ο Νίκος.
«Ισμήνη, εδώ προκοπή δεν έχουμε, θα σε πάω σ’ ένα καλό σπίτι στη Σπερχειάδα να χορτάσεις ψωμί».
Εγώ τι ήξερα, αφού είπε έτσι ο αδερφός μου ο μεγάλος, τι να κάνω, τον άκουσα. Η Αντιγόνη μόνο τον άρχισε στις φωνές.
«Ό,τι τρώμε εμείς θα φάει και το κορίτσι, εγώ τη θέλω εδώ την αδερφή μ’.»
Δεν την άκουσε κανένας, ούτε ο Νίκος ούτε η μάνα.
Με πήρε μια μέρα ο Νίκος και με πήγε στη Σπερχειάδα. Εκεί μ’ έβαλε υπηρέτρια σ’ έναν έμπορα. Είχαν μαγαζί αυτοί, παντοπωλείο. Είχαν και ρουχισμό, υφάσματα και τέτοια. Είδα κι εγώ τη Σπερχειάδα κι είπα «Τι καλά είναι δω!». Καλά ήταν, αυτοί είχαν καλό σπίτι, καλά τρώγαμε. Είχε κι άλλη μια υπηρεσία αυτός πριν, και την πάντρεψε. Έπλενα πιάτα εκεί, σφουγγάριζα, έκανα ό,τι μου έλεγαν. Μ’ είχαν βάλει σ’ ένα χαγιατάκι να πλαγιάζω. Είχαν ένα κρεβατάκι με κάτι σανίδια κι εκεί κοιμόμουν.
Ήρθε μια φορά κι η Αντιγόνη στη Σπερχειάδα για δουλειές, ήρθε και σε μένα.
«Ορέ τι καλό σπίτι έχουν εδώ μέσα, Ισμήνη μου!» μ’ λέει.
«Καλό είναι το σπίτι, Αντιγόνη, αλλά είναι ξένο».
Το δικό μας ήταν όπως το παράτησε ο παππούς μας. Έκανε μια διαίρεση εκεί πέρα στη μέση και το άφησε ασοφάτιστο και ανταβάνιαγο.
Ένα βράδυ μ’ λέει η κυρά.
«Αύριο Ισμήνη θα κάνεις μπάνιο. Θ’ ανάψεις φωτιά με τα ξύλα, θα ζεστάνεις το νερό, θα πάρεις και τούτη τη σκαφίδα και θα κάνεις μπάνιο». Και μ’ έδωσε και μια ρομπούλα να φορέσω.
Όπως μ’ είπε να κάνω, έκανα κι εγώ.
Εκεί όμως απού έκανα μπάνιο, αυτός, τ’ αφεντικό, ήρθε και κοίταγε απ’ το παράθυρο. Τον πήρα χαμπάρι εγώ, παραμέρισα. Ντύθηκα, πήρα τα νερά και τα έχυσα. Κουβέντα δεν είπα.
Δεν πέρασαν μέρες, με φώναξε να πάω σ ένα αμπάρι που είχαν. Ήρθε κι αυτός να βάλουμε στάρι, να πάει στο μύλο. Εγώ κράταγα το τσουβάλι κι αυτός έβανε με τον ντενεκέ μέσα το στάρι. Κι εκεί μου 'πιασε τα χέρια. Και τα δυο. Και μ’ λέει.
«Δεν αιστάνεσαι τίποτας Ισμήνη, δε καταλαβαίνεις τίποτα;».
Εγώ όμως ήμαν πονηρεμένο. Γιατί μιαν άλλη μέρα, άκουσα απού μίλαγε αυτός με την άλλη την υπηρεσία, την παντρεμένη. Την έλεγε παλιόλογα και την έκανε χειρονομίες μέσα στο μαγαζί. Ντροπής πράματα. Και τ’ λέω.
«Όχι, δεν αιστάνομαι τίποτα, δεν καταλαβαίνω τίποτα, κύριε, δε ξέρω εγώ απ’ αυτά».
Λέει αυτός.
«Το βράδυ θα σε μάθω».
Έφυγε αυτός κι εγώ άρχισα κι έκλαιγα. Έρχεται η γυναίκα τ’ και μ’ λέει:
«Γιατί είσαι κλαμένη Ισμήνη, δε σ’ αρέσει εδώ;»
«Πόνεσα» λέω, «και θέλω να πάω να ιδώ τη μάνα μ’ και την αδερφή μ’ ».
Φαίνεται κάτι είχε καταλάβει κι αυτή και μ’ λέει.
«Να πας, να φύγεις σήμερα κιόλας».
Σηκώθηκα κι εγώ ύστερα και πήγα στο χωριό την ίδια μέρα. Με τα πόδια. Δεν ήξερα, δεν είχα ξαναπάει μοναχή μ’, αλλά από τόπο σε τόπο έφτασα.
Η Αντιγόνη ήταν στα πράματα. Πήγα να τη ξεβοηθήσω να τα περάσουμε απ’ τα στάρια τα ξένα. Όταν με είδε, γυρίζει και μ’ λέει.
«Ισμήνη ήρθες;»
Σα να μη το πίστευε.
«Ήρθα» λέω.
«Δε θα σε ξαναφήσω να φύγεις Ισμήνη, δε μπορώ μοναχή μ’, εγώ σε θέλω».
Λέω. «Δε φεύγω άλλο, Αντιγόνη, δε ματά φεύγω».
Κι εκεί αγκαλιάσκαμε κι έκλαψαμε και τα δυο. Κι από τότε δεν έφυγα για πουθενά χωρίς την αδερφή μ’.
Από το μυθιστόρημά μου "Εμένα μου το ΄παν τα πουλιά". (Εξαντλημένο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου