Ως πριν από λίγα χρόνια το οροπέδιό μας, εκεί στα ορεινά της Φθιώτιδας, φάνταζε ομοιόμορφο. Επικρατούσαν οι καλαμιές από τα θερισμένα σιτηρά και ανάμεσά τους ξεπηδούσε καμιά γκορτσιά, αγριαπιδιά ή αγριοαχλαδιά, για όσους δεν γνωρίζουν, να σπάει τη μονοτονία και τη σκληράδα του ξερού αυγουστιάτικου τοπίου.
Σποραδικά επίσης συναντούσες καλλιέργειες καλαμποκιού, βιομηχανικής ντομάτας και σπανιότερα βαμβακοφυτείες. Εκτατικές οι περισσότερες, ήθελαν με τα χρόνια ολοένα και πιο πολλά λιπάσματα και ακόμη περισσότερα νερά. Με τον καιρό τα χώματα φθήνυναν, οι αποδόσεις υποχώρησαν και το εισόδημα περιορίστηκε.
Ωστόσο εδώ και περίπου 15 χρόνια άρχισε να εκδηλώνεται δειλά-δειλά μια στροφή σε πιο σύνθετες και απαιτητικές καλλιέργειες.
Οξυδερκείς αγρότες και έμπειροι επαγγελματίες είδαν εγκαίρως το συγκριτικό πλεονέκτημα του δικού μας οροπεδίου και όλων των ελληνικών οροπεδίων, στη δενδροκομία, όπως μεταδίδει με πάθος εδώ και χρόνια ο καθηγητής και πρώην υπουργός Γεωργίας κ. Αθ. Τσαυτάρης, από τις φωτισμένες προσωπικότητες της σύγχρονης πολιτικής.
Το μικροκλίμα στις ιδιαίτερες αυτές γεωγραφικές ζώνες, οι μεγάλες διαφορές θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας, τα εδαφολογικά ποιοτικά χαρακτηριστικά και άλλα στοιχεία ευνοούν την ανάπτυξη των φυτών, οι ρίζες πάνε βαθύτερα, ανεβάζουν ιχνοστοιχεία μετάλλων και άλλα θρεπτικά στοιχεία, με αποτέλεσμα οι καρποί να είναι πλούσιοι σε χρώματα και γεύσεις.
Τώρα κινείσαι στο οροπέδιο και χαζεύεις τα μήλα του Παντελή, το κτήμα των αδελφών Παπαδημητρίου, τους αμπελώνες του Νικόλα, τις καρυδιές του Θανάση και του Βελισσάρη και άλλες ξεχωριστές προσπάθειες μοντέρνων παραγωγών που μοχθούν πραγματικά και παλεύουν για πολύχρωμες πιπεριές, εξαιρετικές φακές, νόστιμα ρεβίθια, υπέροχη φάβα, αλλά και μοναδικούς μεταποιητές που έκαναν επώνυμο προϊόν το κατίκι, φτιάχνουν ξεχωριστές μαρμελάδες που διεκδικούν θέση στις μεγάλες αγορές του κόσμου και άλλους που δημιουργούν πρότυπες κτηνοτροφικές μονάδες.
Αν μάλιστα τύχει και συνομιλήσεις με αυτούς τους σύγχρονους παραγωγούς, νιώθεις τη διαφορά, αισθάνεσαι τη νοικοκυροσύνη, αντιλαμβάνεσαι τον μόχθο και την αγωνία και, το κυριότερο, διαπιστώνεις την αποστροφή προς την αντιπαραγωγική συζήτηση της πολιτικής.
Τι να πουν σε όλους αυτούς τα καμώματα της Ζωής, τα σκέρτσα του Βαρουφάκη, του Λαφαζάνη οι παλαβομάρες και η στείρα αντιπαράθεση τόσων και τόσων άλλων;
Τους βλέπουν στην TV και κουνάνε με απογοήτευση το κεφάλι. Δεν έχουν λόγια πια, στέρεψε ακόμη και η οργή.
Η Ελλάδα της παραγωγής και της δημιουργίας δεν μπορεί να παρακολουθήσει την άγονη τρέλα του κέντρου της Αθήνας.
Εχει άλλα να σκεφθεί και άλλα να πράξει...