Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Oι Αθηναίοι: Νάνα Μούσχουρη!!!!


Γεννήθηκα στα Χανιά. Η μητέρα μου
ήταν απ’ την Κέρκυρα κι ο πατέρας μου απ’ τον Άγιο Πέτρο. Ο πατέρας μου μεγάλωσε στην Αθήνα κι εκεί τον γνώρισε η μαμά μου. Είχε φύγει απ’ την Κέρκυρα επίσης πολύ νέα 18 χρόνων. Η πρώτη της δουλειά ήταν ταξιθέτρια και γνώρισε τον πατέρα μου στο Ιντεάλ, όπου δούλευε ως μηχανικός κινηματογράφου.

> Ο κινηματογράφος είναι επίσης η αιτία που γεννήθηκα στα Χανιά. Το 1933, μια μεγάλη εταιρεία της εποχής, του Δαμασκηνού και του Μιχαηλίδη που έφερναν φιλμ απ’ έξω, έφτιαχνε ένα σινεμά στα Χανιά και τους σύστησαν τον πατέρα μου για να το οργανώσει τεχνικά. Έτσι γεννήθηκα κι εγώ εκεί, παρόλο που κανείς δεν είχε καταγωγή απ’ την Κρήτη - μόνο η νονά μου, η κόρη του ιδιοκτήτη του σινεμά, που με βάπτισε.

Τριών ετών ήρθα στην Αθήνα, στο Κουκάκι, και μέναμε εκεί όπου ήταν το σινεμά Πρωτέας. Πίσω απ’ την οθόνη υπήρχαν δυο δωμάτια κι εκεί μέσα ζούσαμε όλη η οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός, αλλά επειδή ήταν θερινό το σινεμά, δούλευε και κάπως σαν φύλακας τη χειμερινή περίοδο. Είχαμε κι ένα κοτέτσι, ενώ σε κάποια γενέθλιά μου μού είχαν χαρίσει ένα ζευγάρι περιστέρια κι είχαμε φτιάξει κι έναν περιστερώνα. Όλα αυτά, βεβαίως, χαθήκανε στην Κατοχή. Τα περιστέρια φύγανε γιατί δεν είχαμε να τους δώσουμε φαγητό κι οι κότες φυσικά λιγόστεψαν, γιατί τις τρώγαμε.

> Τα φιλμ που βλέπαμε τότε και μου έχουν μείνει είναι κάποια καουμπόικα ή ορισμένα γερμανικά και γαλλικά. Θυμάμαι τον Μάγο του Οζ, τ’ Ανεμορδαμένα Ύψη, κλασικές ιστορίες με τη βασίλισσα της Αγγλίας, ταινίες με ιστορίες που συνέβαιναν στο πόλεμο. Θυμάμαι, επίσης, ήταν ότι αριστερά και δεξιά απ’ τη σκηνή που υπήρχε μπροστά απ’ την οθόνη βρισκόταν μια μεγάλη μαργαρίτα. Αυτή η σκηνή ήταν το σύννεφό μου. Εκεί επάνω ονειρευόμουν, τραγουδούσα ό,τι είχα ακούσει την προηγούμενη μέρα στην ταινία που είχα δει, και μάλιστα πολλές φορές η μαμά ερχόταν και μου έλεγε « πάλι ονειρεύεσαι;».

Από την περίοδο της Κατοχής θυμάμαι πολύ έντονα τα καμιόνια που μετέφεραν ανθρώπους που είχαν πεθάνει απ’ την πείνα στους δρόμους. Θυμάμαι τις σειρήνες. Οι γονείς μου μας είχαν μάθει να τρέχουμε στο Φιξ απέναντι, όπου υπήρχαν καταφύγια, για να κρυφτούμε. Ήταν δύσκολες στιγμές, γιατί εκτός απ’ την καταστροφή, υπήρχε και μεγάλη πείνα, αν κι εμείς δεν την καταλαβαίναμε τόσο γιατί ήμασταν παιδιά . Οι γονείς μας προσπαθούσαν να έρχονται στο σπίτι χαμογελαστοί με το συσσίτιο, με μια σούπα ή τα ψημένα ρεβίθια που τα έφτιαχναν στραγάλια στο τηγάνι. Αυτό που μου έχει λείψει στην Αθήνα είναι η καλοσύνη, που πια δεν έχουν οι άνθρωποι. Είναι σκοτισμένοι με τα προβλήματα τους. Εκείνη την εποχή γινόντουσαν κομμάτια. Ερχόταν ένας ξένος και σκοτώνονταν να τον εξυπηρετήσουν. Θα πας από ‘κεί, από ‘δω. Ακόμα κι αν δεν μιλούσε τη γλώσσα. Υπήρχε μια γενναιοδωρία απ’ τον άνθρωπο που ήταν κατατρεγμένος. Για μένα η χώρα μας ήταν μια χώρα πάντα γεμάτη μ’ ενθουσιασμό, που ξέρει και να κλαίει και να γελάει.

> Ο πατέρας μου είπε σ’ έναν γείτονα, «Αυτό το κορίτσι τραγουδάει συνέχεια. Δεν ξέρω τι θα το κάνω». Και αυτός του απάντησε: «Άμα της αρέσει, πρέπει να πάει στο σχολείο της μουσικής, στο ωδείο. Δεν θα της κάνει καθόλου κακό». Έτσι, παρόλες τις οικονομικές δυσκολίες, γράφτηκα στο ωδείο, ενώ παράλληλα ξεκίνησα να πηγαίνω σε ραδιοφωνικές εκπομπές στις οποίες τραγουδούσαν ζωντανά διάσημοι καλλιτέχνες της εποχής, όπως η Μαίρη Λίντα, ο Τόνυ Μαρούδας, ο Νίκος Γούναρης, αλλά και σε κυριακάτικες μουσικές εκδηλώσεις σε κινηματογράφους, όπου γίνονταν συναυλίες και διάφορα παιχνίδια. Έπαιζε, για παράδειγμα, ο Μίμης Πλέσσας ένα τραγούδι στο πιάνο κι έπρεπε να το μαντέψεις.Ύστερα σου έλεγε, «έλα να το τραγουδήσεις».

> Όταν ήμουν στο ωδείο, συμμετείχα σε κάποια πρωινά του Οικονομίδη,γιατί ως κοπέλα ήθελα ν’ ακολουθώ την εποχή. Όταν το έμαθαν αυτό στο ωδείο, με απέβαλαν αμέσως. Πίστευαν πως θα καταστρέψω τη φωνή μου με τα τραγούδια που έλεγα, τα οποία ήταν του ελαφρού ρεπερτορίου. Ήταν ένας ρατσισμός που ισχύει ακόμα και σήμερα στη χώρα μας. Ξεχωρίζουν το έντεχνο από το λαϊκό. Γιατί, δηλαδή, έχετε ακούσει εσείς τον Μπιθικώτση να τραγουδάει άτεχνα; Βεβαίως, δεν θέλω να πω πως στο λαϊκό τραγούδι δεν υπάρχουνε κακοί. Κι ευτυχώς που υπάρχουν και διαφορετικά είδη, γιατί, αν έπαιζε κάποιος συνεχώς την ίδια μουσική, θα ήταν βαρετή. Εγώ, που το αγαπώ πολύ το κλασικό, δεν μπόρεσα να μείνω σε αυτό.Τραγούδησα και γκόσπελ ,τραγούδησα και κάντρι και τζαζ και απ’ όλα.

> Κάποια στιγμή με φώναξε ο Χατζιδάκις, γιατί, λέει, με είχε ακούσει να τραγουδάω στη βεράντα του σπιτιού μου, στο Παγκράτι - είχαμε μετακομίσει εκεί τότε. Με ήθελε για να τραγουδήσω το κομμάτι «Πίσω από τις τριανταφυλλιές» για μια ταινία. Έτσι ξεκίνησα. Έκανα ένα τραγούδι με τον Χατζιδάκι, μετά ένα άλλο και τότε άρχισε ο κόσμος να με αναγνωρίζει. Ο Μάνος ήταν όχι μόνο ένας σπουδαίος μουσικός κι ενορχηστρωτής και συνθέτης, είχε κι αυτήν τη μεγαλοσύνη. Δεν ήταν καθόλου ρατσιστής. Όλο τον κόσμο τον έβλεπε με τις καλύτερες διαθέσεις. Αγαπούσε τη μουσική κι έπαιρνε τα πιο παράδοξα όργανα και τα έβαζε να παίζουν μαζί. Έβαζε τον Γιώργο το Ζαμπέτα να παίξει μ’ έναν κλασικό κιθαρίστα, ένα τρομπόνι να παίξει μ’ ένα φλάουτο. Έτσι, κάποτε με φώναξε για να ηχογραφήσουμε τη μουσική για ένα ντοκιμαντέρ γερμανικής παραγωγής για την Ελλάδα, το Ελλάς, Χώρα των ονείρων. Ο Χατζιδάκις έκανε τη μουσική, ο Γκάτσος τους στίχους, εγώ τραγουδούσα κι είχε φωνάξει και τη χορωδία της Λυρικής Σκηνής .Όταν, όμως, αυτοί της Λυρικής μπήκαν στο στούντιο κι ο Μάνος τους εξήγησε τι ακριβώς θα κάνουμε, αμέσως του είπανε: «Με αυτή την τραγουδίστρια, εμείς δεν τραγουδάμε». Τότε ο Μάνος μου είπε: «Πήγαινε πίσω στην καμπίνα με τους τεχνικούς, έχω μια δουλειά να κάνω». Εγώ πήγα στην καμπίνα κι ο Μάνος τους ρώτησε: «Γιατί δεν θέλετε να τραγουδήσετε μαζί της;». «Γιατί εμείς έχουμε τραγουδήσει στη Λυρική Σκηνή, έχουμε κάνει ωδείο, ενώ αυτήν τη διώξανε ακόμα και από ‘κει». Ο Μάνος τους είπε τότε ότι «είναι μια πάρα πολύ καλή τραγουδίστρια κι αν δεν σας αρέσει, μπορείτε να φύγετε». Κι έτσι έμειναν. Λίγο καιρό μετά, όμως, όταν ο Μάνος έκανε τη μουσική για τη Λυσιστράτη στην Επίδαυρο και με είχε βάλει κορυφαία του χορού, πάλι υπήρχαν αντιδράσεις. Επέμενε, όμως, και με πήρε μαζί του, ώσπου δέχτηκε ένα τηλεφώνημα, με παρέμβαση κάποιου υπουργού, και τον ανάγκασαν να με κόψει. Γύρισα την επόμενη μέρα πίσω μόνη μου, με το τρένο, κλαίγοντας. Ήταν απ’ τις πρώτες και πολλές απογοητεύσεις. Αλλά είμαι επίμονη ως άνθρωπος. Αν δεν επέμενα, δεν θα ήμουν αυτό που είμαι σήμερα.

> Από πολύ μικρή μπήκα στην περίφημη παρέα του Φλόκα. Εκεί ήταν τότε ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Κούνδουρος, ο Ρίτσος, ο Αργυράκης, ο Χορν, καμιά φορά η Παξινού με τον Μινωτή και, φυσικά, ο Χατζιδάκις με τον Γκάτσο. Ήταν το μεγαλύτερο «σχολείο» που πήγα στη ζωή μου… Ν’ ακούς τον Νίκο Γκάτσο να μιλάει όλη τη νύχτα με τον Μάνο... Γράφανε τραγούδια κάθε μέρα. Ο Γκάτσος ερχόταν πρώτος. Ο Μάνος αργούσε, ερχόταν τρεις ώρες μετά. Έδιναν ραντεβού στις δύο, ερχόταν στις πέντε. Όταν ερχόταν ο Μάνος, δημιουργούνταν σούσουρο. «Έρχεται ο Μάνος», έλεγαν όλοι. Ήταν πολύ σημαντικός. Ξεκινούσαν τη συζήτηση, αρχικά για ευτελή πράγματα και μετά προχωρούσαν πιο βαθιά. Έχτιζαν τον κόσμο. Όλοι εκείνοι ήταν οι πραγματικοί μου γονείς.

O Xατζιδάκις ήταν πάρα πολύ κτητικός. Δεν το είχε μόνο με μένα αλλά και με όλους τους καλλιτέχνες. Κυρίως, βέβαια, με μένα, γιατί ήμουν αποκλειστικά δημιούργημά του - το ίδιο, όμως, συνέβαινε και με τη Μερκούρη και με τη Βουγιουκλάκη. Και μάλιστα υπήρχε και μια μεγάλη ζήλια μεταξύ μας. O Μάνος με θεώρησε μετά ως την τραγουδίστριά του. Γιατί οι άλλες δυο ήταν ηθοποιοί. Εμένα μ’ έβλεπε διαφορετικά, γιατί μπορούσα να του αποδώσω όλες του τις απαιτήσεις τραγουδιστικά. «Θέλω εκεί να σπάσεις τη φωνή σου, εκεί να κλάψεις», μου έλεγε. Στις άλλες δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Τότε ήμασταν κι οι τρεις στη δισκογραφική εταιρεία Fidelity. Έμπαινε, λοιπόν, η Μελίνα στην εταιρεία, και αν υπήρχε καινούργιος δίσκος της Αλίκης, οπότε θα υπήρχε κι ένα τεράστιο διαφημιστικό πανό στην είσοδο, γινόταν έξαλλη. Έλεγε «θα φύγω» και βροντούσε την πόρτα. Όταν ερχόταν η Αλίκη κι έβλεπε τη φωτογραφία της Μελίνας, τα ίδια. Η μόνη που δεν μιλούσε ήμουν εγώ. Και αν έβλεπα τη φωτογραφία μου εκεί, θεωρούσα πως μου κάνανε μεγάλη χάρη.

> Το ντοκιμαντέρ Eλλάς, Η χώρα των ονείρων ήταν να προβληθεί στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και μας φώναξαν να πάμε κι εμείς. Ο Χατζιδάκις δεν ήθελε να πάει, γιατί δεν του άρεσε να ταξιδεύει πολύ. Εγώ ήθελα, αλλά όταν τον ρώτησα τι να κάνω, αυτός μου είπε να μην πάω, εφόσον δεν θα πήγαινε ούτε κι εκείνος. Τελικά, πήρα την απόφαση και πήγα μόνη μου. Κι έτσι μου έγινε η πρόταση να πω δυο τραγούδια της ταινίας στα γερμανικά, το «Αθήνα» και το «Θα σφυρίξει τρεις φορές». Δεν είχα ιδεά από γερμανικά, αλλά κλείστηκα στο ξενοδοχείο δυο μέρες και τα έμαθα. Τα τραγούδια κυκλοφόρησαν στις 5 Αυγούστου του 1961 στην αγορά κι έμειναν στα charts των επιτυχιών μέχρι τον επόμενο χρόνο, κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων. Έτσι ξεκίνησε η διεθνής καριέρα μου. Μετά με πήραν κι οι Γάλλοι για να τραγουδήσω εκεί και τον επόμενο χρόνο η εταιρεία μου μ’ έστειλε στη Νέα Υόρκη για να κάνω έναν δίσκο με τον Κουίνσι Τζόουνς, το «A girl from Greece sings». Μετά από αυτόν, έκανα έναν ακόμη δίσκο με τον Μπόμπι Σκοτ και ύστερα μου ζήτησε ο Χάρι Μπελαφόντε, ο οποίος με είχε δει όταν τραγούδησα στη Γιουροβίζιον για το Λουξεμβούργο, να τον ακολουθήσω στις τουρνέ του.

> Κάποτε, ύστερα από μια συναυλία μου στο Greek Theater του Λος Άντζελες, ήρθε και με συνάντησε ο Μπομπ Ντίλαν. Δύσκολος άνθρωπος, αλλά καταπληκτικός ποιητής. Πιάσαμε την κουβέντα και μιλήσαμε για μουσική και του είπα ότι στην Ελλάδα έχουμε μια πολύ σπουδαία τραγουδίστρια, τη Μαρία Κάλλας, που είναι και το ίνδαλμά μου. Μου απάντησε ότι δεν την ήξερε και του είπα «Πώς είναι δυνατόν; Όλος ο κόσμος την ξέρει!». Αυτός απάντησε ότι η μόνη που ήξερε από αυτά τα μέρη ήταν η Ουμ Καλσούμ. Την επόμενη ημέρα είχε να δώσει συνέντευξη στο περιοδικό «Rolling Stone» και, όταν τον ρώτησαν ποιες είναι οι αγαπημένες του τραγουδίστριες, μάλλον επηρεασμένος απ’ την κουβέντα μας, απάντησε «η Ουμ Καλσούμ κι η Νάνα Μούσχουρη». Χάρη στη συνάντησή μας είχε γράψει κι ένα τραγούδι, το «Εvery grain of sand». Το τραγούδησε κι ο ίδιος και μετά το ηχογράφησα κι εγώ.

Στη Γαλλία έμαθα πάρα πολλά πράγματα, βλέποντας τους καλλιτέχνες πάνω στη σκηνή. Είχα πολύ σημαντικές επιλογές τότε. Έβλεπα την Πιαφ, τον Μπρελ, τον Αζναβούρ. Αλλά το πώς να στέκομαι σωστά στη σκηνή και να κάνω μια παράσταση το έμαθα απ’ τον Μπελαφόντε, βλέποντας την πειθαρχία του, τον τρόπο που έφτιαχνε τη σειρά των τραγουδιών, πότε μιλούσε, τις πρόβες με τους μουσικούς του. Ήταν μια άλλη σχολή. Σχολή σκηνής. Τα κονσέρτα του είχαν δυο μέρη. Στο πρώτο έβγαινε μόνος και μ’ ένα γκρουπ απ’ τον Νότο της Αμερικής. Ήταν ένας τυφλός με αρμόνιο κι ένας κουτσός με κιθάρα, καταπληκτικοί μουσικοί. Στο δεύτερο μέρος παρουσίαζε και ‘μένα - κάναμε ένα ντουέτο και μετά τελείωνε μόνος του. Έλεγε τραγούδια φοβερά, μπαλάντες, τραγούδια της φυλακής, όλα παθιασμένα και πονεμένα. Κι επειδή ήξερε ότι κι εγώ ήμουν από μια πονεμένη χώρα, με φώναζε soul sister, αδερφή ψυχή.

Μένω στη Γενεύη απ’ το 1964. Γεννήθηκαν τα παιδιά μου εκεί και μετά δεν ήταν εύκολο να φύγουμε. Ήθελα να έχουν μια βάση. Αν έπρεπε να διαλέξω μια χώρα για τη μουσική της, θα έμενα στην Αγγλία, γιατί είμαι περισσότερο αγγλόφωνη. Βεβαίως, έχω κάνει μεγάλη καριέρα στη Γαλλία, αλλά προτίμησα να ζω σε μια ουδέτερη χώρα. Η Γαλλία είναι πολύ σπουδαία χώρα, αλλά είναι και πολύ μεγάλη. Το Παρίσι είναι δύσκολη πόλη. Βρίσκω την ησυχία μου στην Ελβετία, κοιτάζω τη λίμνη και μου θυμίζει την Ελλάδα.

> Έχω κρατήσει τη μουσική του αρχάριου. Μπορεί να έγινα επαγγελματίας, ακούω τα τραγούδια και τα τραγουδώ σαν να είμαι αρχάρια. Πρέπει ν’ αρχίζεις απ’ την αρχή. Η ζωή δεν είναι ο προορισμός, είναι το ταξίδι, όπως κι οι συναντήσεις που είχες.

> Είναι δύσκολο να διηγηθείς μια ολόκληρη ζωή, ε;
To νέο άλμπουμ της Νάνας Μούσχουρη «Τραγούδια από τα ελληνικά νησιά» κυκλοφορεί από τη Universal Μusic και σε αυτό συνεργάζονται οι: Χάρις Αλεξίου, Μανώλης Μητσιάς, Νατάσα Θεοδωρίδου, Έλενα Παπαρίζου και Νίκος Αλιάγας.


dy/>

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου